Δευτέρα 25 Ιουνίου 2007

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΓΡΗΓΟΡΟΥΣΑ




Για όσο χρονικό διάστημα (καμμιά βδομάδα!) δεν θα επικοινωνούμε στον ποιητικό κυβερνοχώρο, θα φυλάει σκοπιά στο ΑΛΩΝΑΚΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ η φίλη μου κ. Elisabetta Gregoraci. Γρηγορεί...

ΤΙ ΤΡΑΒΑΜΕ... (ΦΤΑΣΑΜΕ ΑΙΣΙΩΣ ΣΤΑ ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΠΟΣΤΑΚΙΑ...)



ΑΛΕΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ


ΑΧ, ΒΡΕ ΠΑΛΙΟΜΙΣΟΦΟΡΙΑ


Ένα βράδυ στη Καστέλα
σε μια όμορφη κοπέλα
που 'παιρνε τ' απεριτίφ της
ρίχτηκ' ένας τσίφτης
απ' την Κοκκινιά

Δεν εγνώριζε όμως ότι
τα 'χε μ' ένα Πειραιώτη
Πειραιώτη ντερμπετέρη
σίδερο στο χέρι
άσσο στη μπουνιά

Αχ βρε παλιομισοφόρια
τι τραβάν για σας τ' αγόρια


Αλλά και ο Κοκκινιώτης
ήταν παλικάρι πρώτης
και στο τέλος και οι δύο
στο νοσοκομείο
πήγαν σηκωτοί

Και οι δυο σε αφασία
μα εκείνη σημασία
που τους έφαγε η μαρμάγκα
και με άλλο μάγκα έκανε χαρτί

Αχ βρε παλιομισοφόρια
τι τραβάν για σας τ' αγόρια




Η πέτρα του σκανδάλου, που όμως μας δροσίζει, είναι η κ. Alessia Marcuzzi.

Σάββατο 23 Ιουνίου 2007

ΣΤΟΝ ΑΥΛΟΓΥΡΟ


PHILIPPE SOUPAULT


ΑΥΡΙΟ ΕΙΝΑΙ ΚΥΡΙΑΚΗ


Να μάθω πρέπει να γελώ
με τον μουντό καιρό τη μπόρα.
Γιατί να κλαίω αλήθεια σήμερα
που απαλοχρυσαφολάμπει ο ήλιος;
Των φίλων αύριο ξημερώνει η γιορτή
των βατραχιών και των ορνέων
μανιταριών τε και σαλιάγκων.
Μη λησμονήσουμε όμως τα έντομα
τα μυγάκια ναι και τις παπαδίτσες.
Και μόλις σκάσει μεσημέρι
το ουράνιο θα περιμένω νά ’ρθει τόξο
μαβί λουλακί γαλαζοπράσινο
κίτρινο πορτοκαλί και κόκκινο
να παίξουμε κουτσό κι αμάδες
οι δυό μας εμείς στον αυλόγυρο.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Σήμερα μας δροσίζει η κ. Alessandra Ambrosio -
σκέτη αμβροσία και κάθε άλλο παρά αλεξ-άνδρα!

ΣΥΝΤΡΙΒΗ



ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ


ΦΑΛΗΡΟ


Eίχε όλα της τα μάγια η νύχτα• μόνη
εσύ έλειπες. Aργά κινάω να φύγω,
μα ξάφνου στη μπασιά του μπαρ ξανοίγω
αυτοκίνητο να γοργοζυγόνη.

M' ελπίδα σταματάω. Nά το, πλακόνει.
Παραμερίζουν οι άλλοι. Άσειστος μπήγω
τη ματιά μου στα μάτια σου. Άλλο λίγο
ακόμα και ο σοφέρ σου με σκοτόνει.

Aρχοντοπούλα μ' άφταστα πρωτάτα,
με των Eφτά νησιών τες χίλιες χάρες,
τετράξανθη ομορφιά γαλανομάτα,

του θανάτου δε μ' έπιασαν τρομάρες ―
γλυκύτατες μ' ελυώσανε λαχτάρες
να συντριφτώ κάτω από εσέ στη στράτα.



Για τη δροσιά, που χρειάζεται σήμερα ιοδίως (λόγω καύσωνος), φροντίζει η γνωστή μας από παλιά ποστάκια κ. Almudena Fernandez.

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2007

ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΕΙ...



ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ (1890-1953)


Η ΑΓΑΠΗ


Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νά ’ρθει θε να ρθεί, δίχως να νιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα

θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποιά 'ναι.

Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νά ’ρθει, θε να ρθει'
κλειστά όλα νά ’ναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.

Αλλιώς, κι αν είναι ολόφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νά ’ρθει θε να ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει.

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2007

ΑΠΟΜΕΙΝΑΡΙ ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΕΡΜΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΙΟΥ



ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ


ΠΟΡΦΥΡΑΣ
(απόσπασμα)


"Kοντά 'ναι το χρυσόφτερο και κατά δω γυρμένο,
π' άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα
κι εκεί γρικά της θάλασσας και τ' ουρανού τα κάλλη
κι εκεί τραβά τον ήχο του μ' όλα τα μάγια πόχει.
Γλυκά 'δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου
κι α δεν είν' ώρα για τ' αστρί θε να συρθεί και νά 'βγει.
(Xιλιάδες άστρα στο λουτρό μ' εμέ να στείλ' η νύχτα !).
Πουλί πουλάκι που λαλείς μ' όλα τα μάγια πόχεις,
ευτυχισμός α δέν ειναι το θαύμα της φωνής σου,
καλό δεν άνθισε στη γη, στον ουρανό, κανένα.
Δεν τό 'λπιζα να 'ν' η ζωή μέγα καλό και πρώτο !
Aλλ' αχ, αλλ' αχ, να μπόρουνα σαν αστραπή να τρέξω,
ακόμ', αφρέ μου, να βαστάς και να 'μαι γυρισμένος
με δυο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου !".
Kι η φύσις όλη τού γελά και γένεται δική του.
Eλπίδα, τον αγκάλιασες και του κρυφομιλούσες
και του σφιχτόδεσες το νου μ' όλα τα μάγια πόχεις.
Nιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
Aλλ' απαντούν τα μάτια του τρανό θεριό πελάγου
κι αλιά, μακριά 'ναι το σπαθί, μακριά 'ναι το τουφέκι !
Kοντά 'ν' εκεί στο νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου•
αλλ' όπως έσκισ' εύκολα βαθιά νερά κι εβγήκε
κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο,
κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι,
έτσι κι ο νιος ελεύτερος, μ' όλες τες δύναμές του,
της φύσης από τσ' όμορφες και δυνατές αγκάλες,
οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε,
ευτύς ενώνει στο λευκό γυμνό κορμί π' αστράφτει,
την τέχνη του κολυμπιστή και την ορμή της μάχης.
Πριν πάψ' η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει:
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του.
.
Aπομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
όμορφε ξένε και καλέ και στον ανθό της νιότης,
άμε και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψα.

*

Το σημερινό ποστ το αντιγράψαμε από το μπλογκ του αγαπητού φίλου παπα-Παναγιώτη Καποδίστρια.

[Από τα «Ποιήματα και Πεζά» (Επιμέλεια-Εισαγωγές Στυλιανός Αλεξίου), εκδ. στιγμή, Αθήνα 1994, β΄ έκδ. 2007].

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2007

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ... ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΔΙΑ



PABLO NERUDA


Η ΕΙΣ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟΝ ΤΕΙΝΟΥΣΑ


Τα βλέπεις τούτα τα χέρια; Έχουν μετρήσει
τη γης, έχουν ξεχώσει, ξεχωρίσει έχουν
τα ορυκτά, τα δημητριακά της,
τον πόλεμο έχουν ζυμώσει και την ειρήνη,
έχουν καταργήσει τις αποστάσεις
όλων των ποταμιών και των θαλάσσιων δρόμων,
μόνο όμως που,
όταν τρέχουν,
απάνω σου, μικρό μου,
απάνω σου, σπυράκι του σταριού, χελιδονάκι μου,
δεν φτάνουν τα φτωχά να σε χωρέσουνε
και μέχρις εξαντλήσεως πλήρους
αγκαλιάζουν τις δίδυμες περιστερές
που φωλιάζουν ή πετάνε στο στήθος σου,
ταξιδεύουν όλο το μάκρος των ποδιών σου
και τυλίγονται στο φως του ζωστήρα σου.
Για μένα ε σ ύ είσαι ο θησαυρός ο αληθώς αμύθητος,
ο από τη θάλασσα και τα κοράλλια της όλα πλουσιότερος,
έτσι όπως είσαι άσπρη και γαλάζια και απέραντη
σαν τη γη την ώρα του θέρου.
Σ’ αυτή τη χώρα,
από τα πόδια έως το μέτωπό σου,
θέλω να πηγαίνω, όλο να πηγαίνω,
ε κ ε ί θέλω συνεχώς να πηγαίνω,
ώσπου να μου στερέψει επί τέλους ο βίος.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Η εδώ εικονιζόμενη και εις το άπειρον τείνουσα είναι η κ. Carmen Electra. Στο σημερινό ΕΡΥΘΡΟΛΕΥΚΟ ΜΕΤΕΡΙΖΙ (δείτε το!) είναι η κ. Aida Yespica.

Τρίτη 19 Ιουνίου 2007

ΟΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΤΟΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ




ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ


ΤΟ ΒΑΠΟΡΙ


Νά 'ναι ως νά 'χης φύγει — με τους ανέμους — καβάλλα
στο άτι της σιγής κι' όλα να πάης
και vά 'v' πολλά καράβια, πολλή θάλασσα — μεγάλα
σύγνεφα πάνω — οι άνθρωποι κι' ο Μάης.

Κι' εντός μου εμένα να βρυχιέται — όλο να τρέμει —
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι' ο Μάης κι' οι ανέμοι
κι' έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.

Και νά 'ναι όλα απ' ό,τι φεύγει —και δε μένει—
σε μια πόλη ακατοίκητη, κι' εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
όξω απ' την τρικυμία τούτου του κόσμου.

ΞΑΝΑ ΕΛΥΑΡ



PAUL ELUARD


ΙΣΚΙΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝΑΧΕΣ


Ύπνος ελαφρύς, μικρούτσικη έλικα,
Μικρή καρδιά, χλιαρή στον αέρα.
Η αγάπη ταχυδακτυλουργική,
Ουρανός βαρύς χεριών, αστραπές από φλέβες,

Ρεύμα στο δρόμο άχρωμο,
Πιασμένο στη λιθόστρωτη συρτή του,
Αμολάει το τελευταίο-τελευταίο πουλί
Του χθεσινού του φωτοστέφανου –κάθε πηγάδι ήδη και φίδι.

Σαν να ονειρεύεσαι οι πύλες ν’ ανοίξουνε της θάλασσας.




Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Με έναν πίνακα του Gerorges Braque.

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2007

ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕ ΛΕΩ



PAUL ELUARD


Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

Στέκεται ορθή στα βλέφαρά μου απάνω·
Η κόμη της μες στη δικιά μου κόμη·
Κι ακόμη έχει το σχήμα των χεριών μου
Και των ματιών μου το χρώμα έχει·
Χωνεύεται καλά μέσα στον ίσκιο μου
Σάμπως λιθάρι στον ουρανό που εχάθη.

Τα μάτια της κρατεί πάντ’ ανοιχτά·
Ποτέ δεν μ’ έδωσε του ύπνου δώρο·
Τα όνειρά της κολυμπούν στο φως·
Σβήνουνε ήλιους και καπάκι ήλιους άλλους·
Με κάνουν και γελώ και κλαίω και γελώ
Και όλο μιλώ μιλώ και τίποτα δε λέω.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δίκην «Αγαπημένης» εικονίζεται η Sabrina Ferilli.

Κυριακή 17 Ιουνίου 2007

ΤΕΙΧΗ ΚΑΙ ΑΝΕΜΟΔΟΥΡΕΣ



FRIEDRICH HÖLDERLIN (1770-1843)


HÄLFTE DES LEBENS


Mit gelben Birnen hänget
Und voll mit wilden Rosen
Das Land in den See,
Ihr holden Schwäne,
Und trunken von Küssen
Tunkt ihr das Haupt
Ins heilignüchterne Wasser.

Weh mir, wo nehm ich, wenn
Es Winter ist, die Blumen, und wo
Den Sonnenschein,
Und Schatten der Erde?
Die Mauern stehn
Sprachlos und kalt, im Winde
Klirren die Fahnen.



ΣΤΑ ΜΙΣΑ ΤΟΥ ΒΙΟΥ

Με κίτρινα αχλάδια
και πλήρης άγριων ρόδων
στη λίμνη κρέμετ’ η γης·
κι εσείς μειλίχιοι κύκνοι,
με ασπασμούς πιωμένοι,
βουτάτε το κεφάλι
στα νήφοντα νερά της.

Πού νά ’βρω, αλί μου, τ’ άνθη
μες στο χειμώνα; Του ήλιου
τη λάμψη πού; Τον ίσκιο
της γης πού επίσης; Τείχη
όρθώνονται τριγύρω
αμίλητα και κρύα·
ανεμοδούρες τρίζουν.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Σάββατο 16 Ιουνίου 2007

ΤΑ ΠΟΛΥ ΛΕΠΤΑ ΝΕΡΑ



TRISTAN TZARA (1896-1963)


ΑΓΡΙΟ ΝΕΡΟ


Τα λιμασμένα δόντια του ματιού
γιομάτα μεταξένια καπνιά
ανοιχτά στη βροχή
ολοχρονίς
το γδυτό νερό
μαυρίζει τον ιδρώτα
του μετώπου της νύχτας
το μάτι κλείνεται σ’ ένα τρίγωνο

αυτό το τρίγωνο βαστά έν’ άλλο τρίγωνο
το μάτι αργά
ροκανίζει μες στο στόμα του κομμάτια ύπνου
τρώει δόντια του ήλιου δόντια βαριά απ’ τον ύπνο

ο θόρυβος κανονισμένος
στην περιφέρεια της λάμψης
είν’ ένας άγγελος
που χρησιμεύει για κλειδαρότρυπα στην ασφάλεια του τραγουδιού
ένα τσιμπούκι που καπνίζουν
στο όχημα των καπνιστών
πάνου στη σάρκα του οι φωνές διυλίζονται μέσα απ’ τα σώματα
που οδηγούν η βροχή
και τα σχέδιά της
οι γυναίκες το βάζουν στο λαιμό σαν περιδέραιο
είν’ η χαρά των αστρονόμων
όλος ο κόσμος το παίρνει για ένα παιγνίδι θαλασσίων πτυχών
χνουδωτό απ’ τη ζέστη
και απ’ την αϋπνία
που το χρωματίζει
το μάτι του δεν ανοίγει παρά μόνο στο δικό μου
μόνον εγώ φοβούμαι όταν κοιτάζω
με ρίχνει σε μια κατάσταση σεβάσμιου πόνου
εκεί όπου οι μύες της κοιλιάς του και οι αλύγιστες κνήμες του
συναντώνται σ’ ένα κτηνώδες φύσημα αλμυρής πνοής
απομακρύνω σεμνά τους νεφελώδεις σχηματισμούς και τους στόχους τους
ανεξερεύνητη σάρκα στιλπνή
και λεία πια
απ’ τα πολύ λεπτά νερά.


Μετάφραση: Νίκος Εγγονόπουλος.

Ο πίνακας είναι του Ρομπέρ Ντελωναί - 1923.

ΧΕΙΛΗ



ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ (1935-2003)


ΚΑΝΟΝΑΣ


Των γυναικών τα χείλη είναι για κατανάλωση
τα χείλη του μέλλοντός μου είναι σιδερένια
τα χείλη της κολάσεως τελειώνουν σε πρωιά
και τα πρωιά σε κολασμένα χείλη -χείλη γερμάς
και κερασένια χείλη- πάνω χείλη κάτω χείλη
και οι πάντες προθυμοποιούνται να σε ξεκουράσουν
όταν είναι ξεκούραστοι -δέντρα που υποχρεώνεσαι να τ' ανεβείς
τι πίθηκος τι καβαλάρης τι εραστής το ίδιο κάνει...
Εξαιρείται ο λαϊκός τραγουδιστής
κι αυτός
μόνο σαν τραγουδάει...

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2007

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ



ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ


ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ


Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
Ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; ποιοί γλιτώσαν;)
Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία
Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας
Γύρω γύρω απ’ τη μεγάλη πλατεία
Και στη μέση μια εκκλησιά.
Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
Του καπετάνιου μας που χάθηκε —ψηλά ψηλά—
Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου
Θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι
Καινούριο, ολοκαίνουργο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα -
Θά ’χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίσουνε.
Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ’ εμάς.

ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΤΟ ΓΟΥΡΟΥΝΙ...




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


SUS DOCET MINERVAM


Σε κάτι ημιμαθείς που ξέρω,
σε κάτι μούτρα αγάνωτα…



Την Αθηνά διδάσκει το γουρούνι
έλεγαν οι Λατίνοι οσάκις ήτο
αγροίκος να πάει να μπλεχτεί στον μίτο
της γνώσης (ως ν’ αλείβει με σαπούνι

τριχιές, που θαν τον έχουνε κουδούνι
στην άκρη κρεμασμένονε). Εθρυλείτο
πως μι’ άρπα αιολική στον Πολυχνίτο,
αρπάγης δίκην, στρίμωξε σε χούνη

το χοίρο και τον έκαμε σαλάμι.
Μπορεί, όμως, νά ‘ν’ και ψέμα! Εδώ τριγύρω
χουνέρι από παλιά έχει –ξέρω– απλώσει

και καρτερεί του Διός την κόρη. Γάμοι
και πένθη (αχ!…) λάσπης και σοφίας χειρο-
δικούν και προς τα πίσω παν με γνώση!...



Αντί για γουρούνι ένα ρόδο. Αθηνά η Berenice Bejo.

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2007

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ Σ' ΕΜΕΝΑ




ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ (1959)


ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΣ ΔΕΡΒΙΣΗΣ


Αιχμάλωτος των ψυχανθών
χαμός χυμός με τρέφει
το "θα" θυμίζει παρελθόν
κι ο χρόνος επιστρέφει

Περιστρεφόμενε Δερβίση
μη στέκεις σε κλαδί χλωρό
τώρα μας έχουν εγκλωβίσει
σε κυκλικό ξερό χορό

Με αγκαλιές φαντάσματα
χόρεψα κι έχω ρέψει
του νου μου τα κοιτάσματα
έχουνε πια στερέψει

Περιστρεφόμενε Δερβίση
άλλοτε εσύ άλλοτε εγώ
έχεις ανάψει κι έχω σβήσει
με βήμα γρήγορο κι αργό

Περιστρεφόμενε Δερβίση
ύπουλε χρόνε πονηρέ
ποιος απ τους δυο μας θα κερδίσει
μες του θανάτου το καρέ;

ΧΑΙΡΕ ΤΟ ΛΕΝΙΩ



Κ.Χ. ΜΥΡΗΣ (1937)


1950 – ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Η ΕΛΛΑΣ


Στο καφενείον "Η ΕΛΛΑΣ"
ο σαλτιπάγκος
πουλά τα νούμερα φτηνά
δραχμή τα ακροβατικά
οι αλυσίδες δωρεάν
το πήδημα θανάτου
δυο δραχμές
χωρίς σκοινιά,
περάστε κόσμε.

Ασώματος η κεφαλή
περάστε κόσμε
τη βρήκανε στην Αφρική
καπνίζει, πίνει και πονά
τρελαίνεται για μουσική
χορεύει με τα μάτια
δυο δραχμές
ποιός θα τη δει;
περάστε κόσμε.

Στο καφενείον "Η ΕΛΛΑΣ"
οι θεατρίνοι
μ' ασετυλίνη και κεριά
την Γκόλφω παίζουν στα παιδιά
με φουστανέλες δανεικές
και δάκρυ πληρωμένο
δυο αυγά
και τρεις δραχμές,
περάστε κόσμε.



Η ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ

Το πλοίο για την άγονη γραμμή
δεν έχει καπετάνιο και λοστρόμο
τα’ απόγεμα στις πέντε και μισή
σαλπάρει για το πέτρινο νησί
μονάχο για τον ίδιο πάντα δρόμο.

Το πλοίο για την άγονη γραμμή
απόψε φωτισμένο στο Αιγαίο
τρελάθηκε στις δέκα και μισή
δεν έφτασε στο πέτρινο νησί
και πήρε μες στη νύχτα δρόμο νέο.

Το πλοίο για την άγονη γραμμή
δεν έφτασε ποτέ σ’ άλλο λιμάνι
πρωί πρωί στις έξι και μισή
ξανάμπαινε στο πέτρινο νησί
γιατί τον ίδιο δρόμο είχε κάνει.



ΧΙΛΙΑ ΜΥΡΙΑ ΚΥΜΑΤΑ

Χίλια μύρια κύματα μακριά τ' Αϊβαλί

Μέρες της αρμύρας κι ο ήλιος πάντα εκεί
με τα μακεδονίτικα πουλιά και τ' αρμενάκια
που ελοξοδρόμησαν και χάσανε την Μπαρμπαριά

Πότε παραμονεύοντας τον πόρφυρα
το μαύρο ψάρι έρχεται φεύγει
μικραίνουν οι κύκλοι του

Χίλια μύρια κύματα μακριά τ' Αϊβαλί

Μεγάλωσαν τα γένια μας η ψυχή μας αλλιώτεψε
αγριεμένο το σκυλί γαβγίζει τη φωνή του
βοήθα καλέ μου μη φαγωθούμε μεταξύ μας

Χίλια μύρια κύματα μακριά τ' Αϊβαλί

Ώρες-ώρες μερεύουμαι με τη χορδή της λύρας.
Δεμένος πισθάγκωνα στο μεσιανό κατάρτι
ο Χιώτης ο τυφλός τραγουδιστής βραχνός προφήτης
μασώντας τη μαστίχα του παινεύει την Ελένη
κι άλλοτε τη Τζαβέλαινα τραβάει στο χορό

Χίλια μύρια κύματα μακριά τ' Αϊβαλί



ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Πανσέληνος ο Έρωτας βουρλίζει το κορμί μου
και σ' ονειρεύομαι,
σαν το χαμψίνι σάρωσες την έρημη ψυχή μου
και τώρα καίγομαι.

Σαν το ταμπάκο ρούφηξες μαζί με το φιλί μου
Την αμαρτία μου,
Με χτύπησες αλύπητα κι έκανες την πληγή μου
αθανασία μου.

Με σκλάβωσες, με λάβωσες και θέλω να πεθάνω
για να 'χω τη λαβωματιά στον κάτω κόσμο συντροφιά
και να ποθώ παράφορα τον κόσμο τον απάνω



ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ (ΠΑΛΙΚΑΡΟΥ)


Το κορμί πλαγιάζει στο χώμα και τα βουνά χαράζονται
σηκώνεις τον δεξί αγκώνα και τα νερά ταράζονται.
Παλικαρού-Παλικαρού-Παλικαρού ε! Παλικαρού,
Παλικαρού-Παλικαρού- στην απαλάμη του Θεού.

Η κεφαλή στον Άθω γέρνει σαν το κρυφό μυστήριο ,
η μια σου χέρα βράχια σπέρνει στης Μάνης το μαρτύριο.
Παλικαρού-Παλικαρού στην απαλάμη του Θεού.

Αχόρταγο βαθύ πηγάδι ανοίγεται στα Κύθηρα
και στέλνει μήνυμα το βράδυ της ξάγρυπνης στη Μήθυμνα.

Τα γυμνά σου πόδια στην Κρήτη ακούμπησαν τον φοίνικα
κατέβηκα απ' τον Ψηλορείτη, σε φίλησα και γίνηκα.

Παλικαρού-Παλικαρού-Παλικαρού ε! Παλικαρού,
Παλικαρού-Παλικαρού- στην απαλάμη του Θεού.



ΤΑ ΧΑΙΡΕ

Στου καραβιού την πλώρη τα πουλιά
τον Οδυσσέα βρήκαν
μοναχό
αγνάντευε το πέλαγο
και τη στεριά που στένευε
και τραγουδούσε

Χαίρε Ναυσικά
κρυμμένο παρά θιν΄ αλός
αμύριστο μυστήριο

Ανέβαινε τη σκάλα του ουρανού
τις ώρες τις μικρές ο Ρωμανός
και στο κατώφλι ξάγρυπνος
κοιτούσε τον παράδεισο
και μελωδούσε

Χαίρε Μαριάμ
κρυμμένο στη βαθειά σπηλιά
αμύριστο μυστήριο

Ο κυρ-Αλέξανδρος
στον Ιλισό
λιτάνευε τις όμορφες ψυχές
σκυφτός στο φεγγαρόφωτο
και το λιβάνι πύκνωνε
κι ονειρευόταν

Χαίρε το Λενιώ
κρυμμένο άνθος του γιαλού
αμύριστο μυστήριο

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2007

GARDEN PARTY




ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ



ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ


Στη σκεπαστήν αυλή, όπου σεργιανάει
τ΄ αρθριτικά του ο Μέγας Αδωνάη,
οι τρεις Αρχάγγελοι με τα μονύελα
ψάχνανε τον επιτελικό Χάρτη

μπας κι έβρουν περιθώριο για κραιπάλη.
Κι είπε ο Γιαχβέ, κουνώντας το κεφάλι:
"Μανάρια μου, εδώ προμηνύεται θύελλα,
και μου ετοιμάζεστε για γκάρντεν-πάρτυ!;"


Από το μεγαλειώδες βιβλίο του Νίκου Παπαδόπουλου "In modo misto genuino", εκδόσεις Ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 2005, σελ. 93, το οποίο σας συνιστά ανεπιφύλακτα να σπεύσετε να το προμηθευτείτε (αν δεν το έχετε ήδη) και η εικονιζόμενη φίλη του μπλογκ κ. Almudena Fernandez.

ΚΙ ΑΝ ΒΓΕΙ ΚΙ Η ΣΕΛΗΝΗ



ΑΛΕΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ


ΠΑΜΕ ΣΑΝ ΑΛΛΛΟΤΕ


Πάμε σαν άλλοτε πάμε σαν άλλοτε
στο μακρινό τ' ακρογιάλι
που τα μυστικά του πάλι
θα μάς πει το μαϊστράλι

Πάμε σαν άλλοτε πάμε σαν άλλοτε
σκέψου γαλήνη που θά 'χει
κει που στέκονται οι βράχοι
και φιλοσοφούν μονάχοι

Πάμε σαν άλλοτε πάμε σαν άλλοτε
θα σε κρατώ απ' το χέρι
και της θάλασσας τ' αγέρι
τη δροσιά του θα μας φέρει

Πάμε σαν άλλοτε πάμε σαν άλλοτε
πάμε αγάπη μου πάμε
στ' ακρογιάλι π' αγαπάμε
και που πάντοτε θυμάμαι

Θά 'μαστε μόνοι εσύ κι εγώ
στη γνωστή μας ακρογιαλιά
και θα βρεθούμε με βήμα αργό
στα λημέρια μας τα παλιά

Συ κι εγώ συ κι εγώ
στης ακρογιαλιάς τη γαλήνη
Συ κι εγώ συ κι εγώ
συ κι εγώ κι αν βγει κι η σελήνη

Τρίτη 12 Ιουνίου 2007

ΚΑΘΗΜΑΓΜΕΝΟΙ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ



ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ


Η ΕΝΑΣΤΡΗ ΦΩΤΕΙΝΟΤΗΤΑ


Ο άνθρωπος που εισόρμησε πια στην απώτερη θλίψη
με δίχως έστω ένα τριαντάφυλλο
μ' εκείνα τ' ακατέργαστα στην ώχρα μεινεσμένα μάτια
στο μισοσκέπαστο ερημόκκλησο σέρνοντας
τη μεγάλη ανάπηρη σιωπή στο καροτσάκι της ομιλίας
ανέκαθεν ήξερε την άσωστη κατάσταση-: πως είμαστε
καθημαγμένοι ερασιτέχνες του Πραγματικού
μ' ένα μυστήριο που βεβηλώνει τη διάνοια διχάζοντας
πριν η δορά της θάλασσας σηκώσει το ανάστημα του Άδη.

Πολύκρουνη η θύελλα σπάζει τα ματογυάλια της
κι ο μέγας τρόμος αδράχνει τα μελλούμενα
σχηματίζοντας αποστήματα στη μνήμη.
Κατάχαμα της ασίγαστης σιγής ένα κινούμενο
κειμήλιο-σκουλήκι.

Η ζωή που μικραίνει: η μεγάλη αλήθεια.
Στον οπού πιάνει το τσαπί γίνεται τσάπισμα
στον οπού πίνει το νερό γίνεται πιόμα.
Έρχεται έαρ αειπάρθενο προφέροντας αρώματα
κρατεί μια κατάμαυρη λεπτότατη κλωστή
στα ύπαιθρα της νύχτας
το σημείο του γκιώνη που είν' άγνωστο πέρα...

WATER WASSER EAU ACQUA вода etc.




ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ (1920-1998)


ΘΑ ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΩ


Θα σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα αδιάφορος -
δεν έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω.
Οι φύλακες κακεντρεχείς παραμονεύουν το τέλος μου
ανάμεσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και λεγεώνες.
Θα περιμένω τη νύχτα σας αδιάφορος
χαμογελώντας με ψυχρότητα για τις ένδοξες μέρες.

Πίσω από τον χάρτινο κήπο σας
πίσω από το χάρτινο πρόσωπό σας
εγώ θα ξαφνιάζω τα πλήθη
ο άνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες
μάταιοι λόγοι.

Μην αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία.

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2007

THE TEMPEST



ΑΛΚΗΣ ΑΛΚΑΙΟΣ


Η ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΕΝΟΣ ΦΙΛΗΣΥΧΟΥ


Πώς να κοπάσει ετούτη η τρικυμία
τα κύματά της με καταζητούνε
φορούν οι φίλοι πορφυρό μανδύα
με ρούμι οι βοριάδες με κερνούνε

Στον όλμο εκεί υπνοβάτης βλαστημάει
και τρώει ένα κουλούρι σκεφτικός
έφυγε απ’ την καρδιά μου ο πανικός
και γελαστός την πόρτα μου χτυπάει

Άλογο ατίθασο μακριά με φέρνει
στων κυνηγών του χρόνου την αυλή
ο πυρετός τους την ζωή μου παίρνει
και τ’ άλογό μου τρέπει σε φυγή

Η τρικυμία ποτέ δε θα σβηστεί
για μιαν ανεξιχνίαστην αιτία
καρφώθηκα σε όμορφη εξορία
το πέλαγο καρφί μου και σφυρί

Κυριακή 10 Ιουνίου 2007

ΕΝΝΕΑ ΝΑΠΟΛΙΤΑΝΙΚΑ ΝΟΝΕΤΤΑ



ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΜΟΥΣΕΣ



Sunt diversa puellis pectora
OVIDIUS



1. ΤΑ ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ


Μετά από χρόνια, π’ ονειρεύτηκα τη Βάλια,
καπνούς και ατμούς φουγάρων είχε και λουτρώνων
ν’ ανθούν, και απ’ το κορμί της τό ’σκαγαν βουβάλια
γυμνούς υπέρους ναν της φέρουν – γαμηλιώτες
από άλλων γάμων γήπεδα. Η Βάλια κώνων
εκράταγε πυρσούς και γλόμπους κεκραγότες

στα δάχτυλά της τα κρυφά, τα δε σανδάλια
επάσχιζε να δέσει τα ειλημμένα. Μόνον,
σαν ξύπνησα, είδα πως εφόραε φρέσκες μπότες.



2. Ο ΓΕΓΟΝΕ ΓΕΓΟΝΕ


Τα πρίσματα έλαβεν υπόψη ο Γεωμέτρης
απόψε βράδυ και, χωρίς καν να βραδύνει,
φραγγέλια ανήγγειλε στιχόπλεχτα έως καί τρεις
φορές πυκνότερα των κοτσιδιών της Μαίρης.
Δεν άργησε και τόσο το κακό να γίνει
και μεταξύ των ιθυνόντων ξέσπασ’ έρις.

Δεν είμαστε (ευτυχώς!...) από δρυός ή από πέτρης –
κι η Μαίρη μας (με μίνι αρμονικό) καμίνι
ευλόγαε πάθους. Λάθος. Τό ’σβησε ο Σεφέρης.



3. ΚΑΘ’ ΥΠΝΟΥΣ


Παλαιά Διαθήκη απέπνεε το όνομα Δεββώρα
γι’ αυτό μας διάταζε ναν τηνέ λέμε Ρίτσα
(εκ του Δεββωρίτσα). Ξάπλα στην αιώρα
πως εκοιμόταν έκανε, πλην τον Μορφέα
βλεφάριαζε (κρυφά και μες στην ανταρίτσα
της εκδρομής) αν την ποθούσε. Μια νυμφαία

σχισμή έγδυνε τα δόντια της τα σαρκοβόρα
για νά ’ν’ α υ τ ή εκεί, μέσ’ απ’ όλα τα κορίτσα,
στο εφηβικό χορόδραμά μας κορυφαία.



4. Ε΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ


Λεπτότατο, ώσπερ μίσχος, πέρασ’ το Λενάκι
τ’ αντίδωρο να πάρει απ’ του παπά το χέρι
στης λειτουργίας το σκόλασμα. Το μηχανάκι
καβάλλησε μετά και γάζωσε ένα γύρο
το δρόμο στην πλατεία. Αμήχανος, τ’ αστέρι
εχάζευα του κάλλους, πλην δεν είταν στείρο

το κυριακάτικό μου το μεσημεράκι.
Μιαν αύρα μέσα μου απόλυσε τ’ αγέρι
και μού ’πεμψε των δυό μηρών της τ’ άγριο μύρο.



5. ΑΤΜ

Κι εγώ την είδα, Νιόνιο μ’, την Ξανθούλα, εψές α-
ργά στο μισόφωτο, όξω από την Alpha Bank,
να κάνει ανάληψη οχ τ’ αυτόματο. Μια τρέσα
μπουκλίσια, εκεί, χαράκωνε το μέτωπό της
με χάρη εκθέτοντας τον πλούτο ενός think tank
που θε να εφθόνουν βασιλεύς και στρατιώτης

φιλόπρωτοι. «Κερνάω –είσαι;–» της λέω «μπουγιαμπέσα…»
Πως είταν ψέλλισε αρρωστούλα:: «Ich bin krank».
Αλήθεια-ψέμα τρέχα βρες!... Εγώ, όμως, ιππότης!



6. ΦΑΙΔΡΕΠΙΦΑΙΔΡΟΣ


Δεν είχε πάρε-δώσε η Φαίδρα με τις Μούσες,
γιατί ούσα Μούσα η ίδια αήδιαζε τους στίχους.
Τελείως τζάμπα ναν της μάθεις πολεμούσες
να κοινωνεί των λυρικών σου. Διότι η Φαίδρα,
εξ άλλου, σιχαινότανε τους στιχωρύχους,
κι εσύ έστηνες στους Κλασικούς φριχτήν ενέδρα –

τους είχες για χαμάληδές σου… Τί χαλούσες
καιρό και χρόνο; Απ’ των αφτιώνεν της τους τοίχους
εσάλτα ο λυρισμός πανεύκολα και απέδρα.



7. ΕΝ ΚΟΛΠΟΙΣ ΑΒΡΑΑΜ


Ποτέ δεν τσιγκουνεύτηκε φιλιά η Αλίκη:
και του Τρικέρη εφύλαγε καμπόσα πάντα·
στους άγγελους (το ξέρω) έστρωνε χαλίκι
στο σπίτι οπού ’χε της χαράς στους πέρα κάμπους.
Τα μπατιράκια μόνιμη είχαν την αβάντα –
ο Σούπερμαν, ο Μπρες κι ο Χατζηχαραλάμπους.

Νυχθημερόν στηνότανε καλαμπαλίκι
και πατιρντί. Πώς να δεχθείς πως χθες, τριάντα,
η Αλίς κατέβασε τον γενικό του λάμπους;



8. ΕΥΜΟΛΠΩΣ


Στα μάτια της δυό δίδυμες κιθάρες κρύβο-
νταν δωδεκάχορδες. Διπλούς τους φθόγγους δίναν,
τη δε χαρά μου την υψώνανε στον κύβο.
Απ’ το Ποζίλιπο, οπλισμένη με τα τέλια
τ’ αχάτινα, που κάθε πόνο καταπίναν,
ερχόταν να με δει η παυσίλυπή μου η Κλέλια.

Στου νου μου τα φαράγγια τα βαθιά άμα σκύβω,
θωρώ τεκμήρια που τα μέλη μου όλα λύναν
εν τω άμα στην κρουστή τού κόσμου τη συντέλεια.



9. ΑΓΑΠΗΤΕ ΝΙΚΟ,


Οι νοσταλγοί (μας λες) τις λένε Κατερίνα.
(Εμέναν άλλα μού ’λεγε ο Παπαδιαμάντης
που νοσταλγός κ α ι α υ τ ό ς υπήρξε). Κι όλα ’κείνα,
για τις γυναίκες π’ αγαπάμε, στη Φαβιόλα
μου δεν κολλούν καθόλου μα καθόλου. Φάντης
μπαστούνι η ραπτομηχανή και η κατσαρόλα

παντού· και πουθενά τα δάση με τα κρίνα
ή τα πουλιά μας σε λιμάνια. Φυλλομάντις
δικός της είναι μια μπουκάλα κοκακόλα.


Νάπολη, 31 Μαΐου 2007




Αντί για εννέα Μούσες φτάνει μία: η Fabiana Nuñes. Μετά από επανειλημμένη προφορική επισήμανση που μας έγινε από ξανθιές επισκέπτριες του "Αλωνακιού της Ποίησης", ότι κάνουμε διακρίσεις υπέρ των μελαχρινών κυριών, η σημερινή καλεσμένη μας δεν είναι μελαχρινή, αλλά ξανθούλα... σαν του Σολωμού.

ΣΤΑ ΔΙΧΤΥΑ



DARIO FO


ΤΟ ΣΤΡΕΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


Ο νιός αφέντης απ' το Τούνεζι,
μαύρος σαν του βυθού το στρείδι,
αυτός που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτα
είχε ένα μάτι,
είχε ένα μάτι σαν αχάτη
Αυτός που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτα,
που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτά της.

Λευκή, λευκότερη κι απ' την αυγή
h Λεονώρα, η ινφάντη απ' την Καστίλλη
το δέρμα της λουλούδι της μανόλιας
τ' αφτάκι της σαν το κοχύλι
στα δίχτυα πιάστηκε κι αυτή του έρωτα
στα δίχτυα πιάστηκε κι αυτή του έρωτά του,
του νιού από το Τούνεζι ,
μαύρου σαν του βυθού το στρείδι,
που γίνεται χλωμός μόλις τη δει.

Το στρείδι ανοίγει, ανοίγει τρυφερά
και έπειτα μέσα του την κλείνει -
λευκή, λευκότερη κι απ' την αυγή
με χείλη που έτρεμαν πολύ
εκείνη τον γλυκοφιλεί.

Μα παραμόνευαν απ' το καστέλι
οι τρεις δικοί της αδελφοί
αστράψαν ξαφνικά τα βέλη
κι ο νιός από το Τούνεζι
πάει τον κατάπιε η θάλασσα.

Μαύρος σα στρείδι αυτός μαζί της
στην άβυσσο κατρακυλά
με την καλή του αγκαλιά,
τη σεντεφένια κοπελιά.
Στης θάλασσας τα βάθη ο μαύρος
σα στρείδι έμεινε κλειστό
Κι εκείνη έγινε μαργαριτάρι
Χλωμότερο απ' το θάνατο.


Μετάφραση: Κωστής Σκαλιόρας.


Το στρείδι παραλείπεται. Το μαργαριτάρι είναι η Almudena Fernandez.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2007

ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΥΠΑΡΞΕΙ ΧΡΟΝΟΣ



ROSE AUSLÄNDER (1901-1988)


SONETT Nr. 7
aus dem "REGENBOGEN"


Wir reichen uns der Liebe rote Beeren,
gereift am Glühen unsrer Leidenschaft.
Ich will mit Inbrunst deinen Leib verzehren,
und iß du mich mit aller Liebeskraft.

Nun haben wir Ambrosisches genossen,
und unsrer Seele quoll des Nektars Saft.
Der träge Raum ist unter uns zerflossen
und hält nicht länger uns in seiner Haft.

Du bist mein angetrauter Sterngefährte.
Wir nehmen alles, was uns einst gehörte:
Des Lebens Lust, der Lust Unsterblichkeit.

Wir werden uns unendlich noch genießen
auf Erden und in fernen Paradiesen,
wie wir uns liebten vor Beginn der Zeit.




ΣΟΝΕΤΤΟ υπ' αριθμ. 7
από το "ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ"



Τις κόκκινες γευθήκαμε του έρωτά μας
τις φράουλες, ώριμες, στου πάθους μας την άψη.
Τα δυό μας σώματα, που είναι ανάμεσά μας,
ποθώ κοινό το στόμα μας να ρθεί να χάψει.

Και νέκταρ και αμβροσία στην ψυχή μας μέσα ήμπαν,
κι ο νους παρόμοια πήρε εδέσματα τροφή του.
Λοξό διαλύθηκε από κάτω μας το σύμπαν -
δεν μας κρατάει δεσμώτες πια στη φυλακή του.

Πιστό μου σύντροφο έχω εσένανε προς τ' άστρα.
Ξανάβραμε ό,τι από παλιά δικό μας άστρα-
φτε: την αθάνατη χαρά του βίου που ο πόνος

δεν βλάφτει. Αιώνια θα χαιρόμαστε ανείπω-
τους έρωτες στη γη και στης τρυφής τον κήπο,
ως αγαπιόμασταν και πριν υπάρξει χρόνος.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΥΓΡΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΟΛΟΥΘΕ...



FORD MADOX FORD (1873-1939)


ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΗΣ ΦΛΑΝΤΡΑΣ


Τα παλιά σπίτια της Φλάντρας
Φυλάνε βάρδια δίπλα στους ψηλούς καθεδρικούς ναούς
Κοιτάν από πάνω τα επιβλητικά Δημαρχεία.
Τα μάτια τους είναι πένθιμα, συγκαταβατικά και σαρκαστικά
Θωρώντας τα φερσίματα των ανθρώπων
Στα λευκά, κεραμόσκεπα αετώματα.

Η βροχή κι η νύχτα κατακάθισαν πάνω στη Φλάντρα.
Υγρό σκοτάδι ολούθε. Δε βλέπεις τίποτα.
Τότε αυτά τα γέρικα μάτια,
Πένθιμα συγκαταβατικά και σαρκαστικά,
Κοιτάν τα μεγάλα αιφνίδια κόκκινα φώτα,
Κοιτάν τους ίσκιους των Μητροπόλεων,
Και για μια στιγμή τις χρυσές βέργες της φωτισμένης βροχής…

Κι αυτά τα γέρικα μάτια,
Τα πολύ γέρικα μάτια
Που από γενιά σε γενιά μελετήσανε τις συνήθειες των ανθρώπων
Σφαλάνε για πάντα.
Οι ψηλοί άσπροι ώμοι των αετωμάτων σκύβουν μεταξύ τους
Σα να θέλουν κάτι να πούνε.
Γέρνουν μεθυσμένοι και γκρεμίζονται
Δίπλα απ’ τους φλεγόμενους καθεδρικούς ναούς.
Πάνε πια τα παλιά σπίτια της Φλάντρας.


Μετάφραση: Νίκος Καββαδίας.

Ελεύθερα Γράμματα, αριθμός 13, Παρασκευή 3 Αυγούστου 1945, σελ. 10-11.

ΕΚ ΤΩΝ ΤΟΥ ΔΑΝΤΟΥ



DANTE ALIGHERI


[ΣΑΝ Η ΚΥΡΑ ΜΟΥ ΧΑΙΡΕΤΑ ΣΕΜΝΗ, ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ]


Σαν η κυρά μου χαιρετά σεμνή, χαριτωμένη
με της τιμής χαρίσματα περίσσια στολισμένη,
ποίος ημπορεί το βλέμμα του επάνω της να ρίψει
χωρίς με φόβο στην ψυχή το λογισμό να κρύψει;

Κι όταν απ' όλους θαυμαστή, απ' όλους παινεμένη
με τη στολή της αρετής εντροπαλή διαβαίνει,
θαρρείς πως εκατέβηκε αφ' τ' ουρανού τα μέρη
να δείξει πώς θαυματουργεί του Άπλαστου το χέρι.

Εκστατικό επάνω της το μάτι λησμονιέται
και στέρνει φως μες στην ψυχή οπού ποτέ δε σβιέται.
Κανείς ας μην το παινεθεί ζωή πως δοκιμάζει,
αν δεν ευτύχησε ποτέ Εκείνη να θαυμάζει.

Πνοή γλυκιά ερωτική χαϊδεύει τη μορφή της
σα θείο πνεύμα τ' ουρανόύ σαν νά 'τανε η ψυχή της
και μες στα φύλλα της καρδιάς σιγά σαν γλυκοπνέει
-στενάζετε, στενάζετε- αδιάκοπα τους λέει.


Μετάφραση: Ναθαναήλ Δομενεγίνης.

Αι Μούσαι, έτος Β΄, φυλλ. ΛΑ΄, 1 Δεκεμβρίου 1893, σελ. 55.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2007

ΕΧΕΙ ΚΙ ΕΝΑ ΚΑΚΕΜΦΑΤΟ ΜΕΣΑ!...



FRANÇOIS COPPÉ


ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ


Η πλήξις η αχόρταγη, παιδί της θλίψεως νόθο,
μες στην καρδιά μου εθρόνιασε για πάντα σα δεσπότης·
θέρμη στα χρόνια τα χρυσά της άδικής μου νιότης
ουδ’ όσην έχουν τα στερνά τα γερατειά δε νιώθω.

Μάρτυρας τα σβυσμένα μου τα μάτια κι η ωχρότης
και η καρδιά που έρωτα δεν έχει πια ούτε πόθο.
Ξέρω το μαύρο ριζικό που μόνος μοιροκλώθω
για να περνώ, σαν έρημο που δεν θα κόψω ανθό της.

Κι όμως με αύρες χλιαρές σαν πνέει το καλοκαίρι
κάπου της νιότης μου θαρρώ πως μου φυσάει τ’ αγέρι
και πως με ραίνει ο έρωτας με τα ροδόφυλλά του.

Του κάκου! η μαύρη μου η χαρά δεν έρχετ’ απ’ τα ξένα
κι η ελπίδα διαβατάρικο είναι πουλί για μένα
που ένα μνήμα θά ’παιρνε να χτίσει τη φωλιά του.


Μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης.

Μπουκέτο, έτος Ε΄, τχ. 208, 5 Απριλίου 1928, σελ. 365.

ΣΑΝ ΓΑΛΛΙΚΟ ...ΠΟΙΜΕΝΙΚΟ



ANDRÉ CHENIER


ΤΡΑΓΟΥΔΙ


Όντας τα λέει τα πάθια του κανένας ξαλαφρώνει.
Η ζάχαρη τ’ αψύ πιοτό λιγάκι το μερώνει.
Και της ερωτοπλήγωτης καρδούλας το φαρμάκι
με το παράπονο κι αυτό γλυκαίνεται λιγάκι.
Για το βαρύ το ντέρτι του ο νιός ξεμολογιέται
σε φίλο του, απ’ τον έρωτα κι αυτός που τυραγνιέται,
ή μοναχός του σ’ έρημα ρουμάνια και ραχούλες
στις αύρες λέει τον πόνο του, στους βράχους, στις βρυσούλες.


Μετάφραση: Νίκος Χαντζάρας

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Μπουκέτο», έτος Η΄, τχ. 405-406, 24 Δεκεμβρίου 1931, σελ. 1277.

Κυριακή 3 Ιουνίου 2007

ΞΕΚΟΛΛΗΣΑΝ;



ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΧΙΝΑΣ


ΘΡΑΠΑ


Ο Γαβουνές, ο Μαμουνές, ο Παστροκωλαράκης,
ο λαγναρμένιος Μπιθουλιάν και οι δυό σιαμαίοι Βούζοι,
ολόκληρα μερόνυχτα συνέχεια θραπακιάζαν:
μες στο βουρκί του μαγαζιού του Μπιθουλιάν χλιχλίβαν,
τουμποκορδωμπαχλιάζονταν, λυσσοβουτοπαφτιάζαν,
τρεμουλοπεφτοθρίαζαν, ιαχογαυλιούσαν,
εναλλασσοπθακίζονταν κι' αλληλοσφιχτομπλάφαν,
κάναν ο ένας τ' αλλονού λαχτάρ-καπουλοφρίξεις,
κοιλιοδοντοτσικδισμούς και φτερνοσβερκοτρίγγια.
Ο Γαβουνές βαυλάκισε τον Παστροκωλαράκη.
Οι Βούζοι μακλατέψανε του Γαβουνέ τα οπίσθια,
και ξαναβαυλακίσανε τον Παστροκωλαράκη,
ο Μπιθουλιάν γλιβδίκωσε τρία αφτιά των Βούζων,
κι ο Μαμουνές τζιτζίφτισε του Μπιθουλιάν τα ούλα.

Την πρώτη μέρα πλάνταξε ο Παστροκωλαράκης.
Κι ό,τι έμενε απ' τον Μπιθουλιάν τη δεύτερη εβυθίσθη
και θάσπιφε μεσ' στο βουρκί, που πηχτογλοιογλούσε
απ' τον κρεατοσίελο και την ιδρωμυελόρροια
των θραπικών. Και το πρωί της τρίτης πιά ημέρας
οι μεν ήταν του θανατά, κι οι Βούζοι ξεκολλούσαν.



ΠΕΡΙ ΥΠΕΡΛΕΞΙΣΜΟΥ, ΚΕΙΜΕΝΟΚΟΛΛΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ
Περιοδικό "ΠΑΛΙ", τ. 2-3 (1965)
.

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΩΣ ΚΑΤΑΚΤΙΕΤΑΙ



UMBERTO SABA (1883-1957)

ΒΡΑΔΥ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ


Βγαίνει το φεγγάρι.
Στη λεωφόρο είναι ακόμα
μέρα, ένα βράδυ που πέφτει γοργά.
Αδιάφορη νεολαία αγκαλιάζεται σφιχτά•
εκτρέπεται σε ευτελείς στόχους.
Κι είναι η σκέψη
του θανάτου που, στο τέλος, σε βοηθάει να ζήσεις.


Mετάφραση: Κάρολος Τσίζεκ.

Σάββατο 2 Ιουνίου 2007

ΑΠ' ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ


PABLO NERUDA


Η ΠΝΙΓΜΕΝΗ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ


Πεταλούδα ψυχαρπαγμένη στο υφάδι, στεγνή εσάρπα
που αρπίζει απλωμένη στο δέντρο, έντρομη κόρη
στο ουράνιο μπουγάζι να πνίγεται, ψυχή καταβάσα
με βροχές μαζί και με σπιλιάδες,
μόνη, κατάμονη και γενικώς συμπαγής,
με τα ράκη των ρούχων της, με κόμη γινωμένη κομμάτια
και με κέντρα που αέρηδες τά ΄φαγαν. Ασάλευτη·
αντίσταση καμμιά στις βραχνές του χειμώνα σακοράφες,
στο ποτάμι με τ’ άγρια νερά που καρτέρι σού στήνουν.
Ουράνια σκιά, περιστερόκλαδο φίνο
που νύχτα ετσακίστη ανάμεσα στα ψόφια λουλούδια. -
Εδώ! Εγώ εδώ σταματάω, γιατί πονώ, όταν
σαν ήχος αργόσυρτος γιομάτος παγωνιές, γιομάτος μπούζια
αφήνεις ανοιχτή από παντού την κόκκινη λάμψη σου
να δέρνεται, να κοπανιέται απ’ όλα τα νερά της θαλάσσης.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2007

ΜΠΑΞ, ΓΟΥΛΒΣ & Co Ltd



ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΕΡΗΜΕΣ ΡΙΜΕΣ


Το γουώκυ-τώκυ πάει καλά στο Μιλγουώκυ,
το δε γινάτι γάντι με το Σινσινάτι.
Κανά καφέ-αμάν στο Αμμάν και στη Βαγδάτη
να βρει ορεγότανε, ήλπιζε πολύ και ευδόκει·

πλην ήβρε εκεί τον έτερό του Καππαδόκη,
και δη αδοκήτως. Είχαν φάει ψωμί κι αλάτι
(στο Γουλβερχάμπτον, στο Φορλί, στην Αρελάτη)
ο ποιητής με τον Μισέλ τον Καλαμβόκη

τους στίχους ξεψαχνίζοντας να βγάλουν ρίμες
μαγκιόρες (: στη Ντολόρες απαντούν τα mores,
στον έμπορα τα tempora*). Πλην γρηγορεί μες

στις λόχμες τού Λοχνές το τέρας με τις ώρες:
ολίγωρα στιχάκια οπού ριμάρουν χάλια
με του Στραβίνσκυ μια τριζάτη πασαγκάλλια.


*(Στην αβγοτέμπερα
τα μαυροτσέμπερα,
στα δε δυο δίδυμα
το στραβοπήδημα.)