Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

ΤΗΝ ΑΝΟΙΚΤΙΡΜΟΝΗ ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΠΩΣ ΝΑΝ ΤΗ ΝΙΚΗΣΕΙΣ;!


FRANCISCO DE QUEVEDO


ΤΟ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΤΙΚΟ ΚΑΛΛΟΣ ΤΗΣ ΛΙΣΗΣ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ ΦΥΛΑΚΗ ΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΨΥΧΗ


Τη βούληση του ανθρώπου ελεύθερη τη λέμε, μα όμως
πώς μιά ψυχή να λογισθεί έτσι αιώνια ελεύθερη, όταν
σε μια ματιά του σκότους έτρεχε ή φυλακιζόταν,
αρκεί εκεί να την έβγαζε χρυσών μαλλιώνε δρόμος;

Ο νους, πλασμένος μ’ ευγενή ελευθερία, ευνόμως
των ηγεμονευόντων όλων ηγεμών γεννιόταν·
πλην ποιός να φανταστεί πως κάποια μέρα θα γινόταν
μιάς όψης σκυθρωπής πανάθλιος σκλάβος και ιπποκόμος;

Το γέλιο και τα μάτια και τα χέρια της, αχ, είτε
μου δέσαν την καρδιά είτε μου στομώσαν τις αισθήσεις –
δεινώς από το κάλλος της ο νους μου λεηλατείται.

Παρηγοριές στους στεναγμούς μου δεν βοηθούν· κι επίσης
η νίκη της στα λάφυρα, που πήρε, δεν αρκείται.
Την ανοικτίρμονη ομορφιά της π ώ ς ναν τη νικήσεις;!



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Ο ΘΕΜΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΓΙΑΝΝΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ



Ο ΘΕΜΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΓΙΑΝΝΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ: ΟΤΑΝ ΤΥΧΕΙ

ΕΝΑ ΒΑΛΣ ΤΟΥ ΕΡΙΚ ΣΑΤΙ: ΣΕ ΘΕΛΩ


ΕΝΑ ΒΑΛΣ ΤΟΥ ERIK SATIE
εδώ


JE TE VEUX

J'ai compris ta détresse
Cher amoureux
Et je cède à tes vœux
Fais de moi ta maîtresse
Loin de nous la sagesse
Plus de tristesse
J'aspire à l'instant précieux
Où nous serons heureux
Je te veux

Je n'ai pas de regrets
Et je n'ai qu'une envie
Près de toi là tout près
Vivre toute ma vie
Que ton corps soit le mien
Que ma lèvre soit tienne
Que ton coeur soit le mien
Et que toute ma chair soit tienne

J'ai compris ta détresse
Cher amoureux
Et je cède à tes vœux
Fais de moi ta maîtresse
Loin de nous la sagesse
Plus de tristesse
J'aspire à l'instant précieux
Où nous serons heureux
Je te veux

Oui je vois dans tes yeux
La divine promesse
Que ton coeur amoureux
Vient chercher ma caresse
Enlacés pour toujours
Brûlant des mêmes flammes
Dans un rêve d'amour
Nous échangerons nos deux âmes

J'ai compris ta détresse
Cher amoureux
Et je cède à tes vœux
Fais de moi ta maîtresse
Loin de nous la sagesse
Plus de tristesse
J'aspire à l'instant précieux
Où nous serons heureux
Je te veux


Στίχοι: Henry Pacory.
Τραγουδά η σοπράνο Sigune von Osten.
Πιάνο παίζει ο Armin Fuchs.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΤΙΝΟ ΡΟΣΣΙ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο TINO ROSSI: VOUS QU’AVEZ VOUS FAIT DE MON AMOUR

ΛΙΜΑΝΙ


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΟΝΤΕΣΑΝΤΟΣ (1898-1965)


ΝΤΙΑΝΑ


Στου ωκεανού την σκληρή
ψυχοφάγα φουρτοιύνα
εκεί που δεν βρίσκεται
να σωθώ ένα νησί
κι εκεί που των πόθων μου,
λέω: «Χάνεται η σκούνα»
ψυχοσώστης λιμάνι,
ξεπροβάλεις... εσύ!


Από το βιβλίο: Αλέξανδρος Μοντεσάντος, «Barco ‘MACAO’ κ.ά. ποιήματα», Έρασμος, Αθήνα 1990, σελ. 10.

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΠΙΛΛΥ ΧΟΛΥΝΤΑΙΗ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η BILLIE HOLIDAY: I'VE GOT MY LOVE TO KEEP ME WARM

ΔΥΟ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΤΑΝΓΚΟ


Χορεύοντας τάνγκο με τα βιβλία


Μοναχικό τάνγκο

ΚΑΙ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΑΛΜΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ΘΑ ΜΑΣ ΠΟΝΟΥΣΕ


CESARE PAVESE


Η ΦΩΝΗ


Κάθε πρωί του δωμάτιου του μόνου η σιωπή στον
παφλασμό τον απάλαφρο κλείνεται των χει-
ρονομιών, σαν τον αέρα. Και κάθε, μα κάθε
μέρα το παραθύρι, εκεί, ανοίγει στον αέρα
που σιωπά αμετακίνητος. Στη δροσερή του
σιωπή δεν επιστρέφει η βραχνή φωνή απ’ έξω,
η γλυκιά.

    Σαν την πνοή εκεινού που πάει να πει κάτι,
έτσι ανοίγει και κλείνει σιωπώντας ο αγέρας –
κάθε μέρα εκεί ακίνητος, ίδιος, στημένος.
Και η φωνή ίδια, εκεί, πάντα, δε σπάει τη σιωπή, αλλά
απαράλλαχτη και βραχνιασμένη και ακίνητη
ξυπνά τις αναμνήσεις. Το φως του παράθυρου
συνοδεύει με σύντομα κύματα αχτίδων
την παλιά γαλήνη.

        Γαλήνη παλιά και
την ταράσσουν παλμοί χεριών που ανακατεύονται.
Μαζί με τη φωνή –αν ακουγόταν– θα εγύρναε ο
πόνος και θα χαράκωναν χειρονομίες τον
αέρα τον έκπληκτο με τα λόγια τους τα ξένα.
Μαζί με τη φωνή –αν ακουγότανε– ακόμα
και ο μικρός παλμός της σιωπής θα μας πονούσε.

Θα γυρνάγαν οι χειρονομίες ενός μάταιου
πόνου και θα χτυπάγαν τα πράγματα στων χρόνων
τη βουή. Μα η φωνή δεν γυρνά, μήτε χαράζει
καν ο ψίθυρος ο μακρινός την ανάμνηση.
Φως ασάλευτο δίνει εδώ τον παλμό τον νέο,
και για πάντα σιγά η σιωπή των αναμνήσεων
στον βραχνό, χαμηλό και φτενό αντίλαλό της.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΤΖΟΥΛΙΕΤΤΑ ΣΑΚΚΟ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η GIULIETTA SACCO


SERENATA NAPOLITANA


Dimme, dimme a chi pienze assettata
sola sola addereto a sti llastre?
'Nfacci' 'o muro 'e rimpetto stampata
veco n'ombra e chest'ombra si' tu!

Fresca è 'a notte: 'na luna d'argiento
saglie 'ncielo e cchiù ghianca addeventa:
e nu sciato, ogne tanto, d' 'o viento
mmiez' a st'aria se sente passà.

Ah, che notte, ah, che notte!
Ma pecché nun t'affacce?
Ma pecché, ma pecché me ne cacce,
Catarì, senza manco parlà?

Ma ce sta nu destino,
e io ce credo e ce spero.
Catarì! Nun è overo!
Tu cuntenta nun si'!

Catarì, Catarì, mm' e' lassato,
tutto 'nzieme st'ammore è fernuto:
tutto 'nzieme t' e' sciveto a n'ato,
mm' e' nchiantato e mm' e' ditto bonnì!

E a chist'ato ca mo' tu vuo' bene
staie penzanno e, scetata, ll'aspiette;
ma chist'ato stasera nun vene
e maie cchiù, t' 'o dico io, venarrà!

No! Nun vene, nen vene.
Ll'aggio visto p' 'a strata
cammenà core a core cu' n'ata
e, rerenno, parlaveno 'e te.

Tu si' stata traduta!
Tu si' stata lassata!
Tu si' stata 'nchiantata!
Pure tu! Pure tu!

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΟΣΚΑΡ ΛΑΡΡΟΚΑ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο OSCAR LARROCA


LÁGRIMAS DE SANGRE


Te di todo lo más que pude darte
Mi nombre, un hogar y un corazón,
Tus ojos los veía en cualquier parte
Vivía solamente para vos.

Con lágrimas de sangre me pagaste
No quiero recordar lo que pasó
Dios quiera que no tenga que encontrarte
Y darte la limosna de un perdón.

Si con lágrimas de sangre
Devolviste todo el bien que te ofrecí,
Poca cosa fue el hogar donde viviste,
Poca cosa el corazón que yo te di.

A quién puede importarle mi vergüenza
Si es que a vos, no te importó,
Pero un día llorarás tu pena inmensa
Con lágrimas de sangre, como he llorado yo.

Ya dirás por ahí que no fui un santo
Quién sabe en qué barriales me hundirás,
Tendrás para adorarte... no sé cuántos...
Irás barranca abajo una vez más.

Ya sé que no te llegan mis reproches,
Total, no te interesa el qué dirán,
Dejame en el silencio de mi noche
Más noble y más honrada que tu pan.



Στίχοι και μουσική: Roberto Giménez.
Παίζει η Orquesta Alfredo de Angelis.

ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΚΑΣΜΕΝΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΓΕΝΤΙΚΟΥΛΕ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η MELIHAT GÜLSES: YEDIKULE


Ο ΣΤΕΛΛΑΚΗΣ ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ: ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΚΑΣΜΕΝΟΣ

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

ΑΠ' ΤΟΥΣ ΑΠΟΚΡΗΜΝΟΥΣ ΚΡΟΥΝΟΥΣ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΤΑΝΓΚΟ ΜΕ ΤΡΕΚΛΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΗΣ ΛΟΛΑΣ


Βλογιοκομμένα σύννεφα
τρεκλίζαν στη χερσόνησο
κι απ’ τα λαγούμια τ’ ουρανού
λαγούτα χέρσα ελάλαγαν.
Δυό τρόπαια αποτρόπαια
με ιερογλυφικά συν μείον
ορμήσαν απ’ τα πόδια της
στ’ αδιέξοδα της άλγεβρας
και αυλίστηκαν σημεία αόρατα
και αερικά απεικάσματα
με φάσγανα αρχαγγελικά
και με σπινθήρων άσματα.

Μες στο αρραμπάλ το πνιγηρό
λυγρά πριόνια εγύρεψα
να κόψω γεωμετρικώς
τον ρεμβασμό της αϋπνίας
που μι’ άπνοια ονείρων χορηγεί
σε χάρματα άλαλης φωτιάς
και σε θροΐσματα σαθρά
γαιώδη και ανεξείκαστα.
Λυγμοί, σπασμοί ξεβίδωτοι
κινήματα της φαντασίας
της λύπης πύλες απειλούν
ν’ ανοίξουν να με καταπιούν.

Βυκάνες μουγκανίζουνε
σαν βόδια αργά των Άλπεων
από του τάνγκο τους ηθμούς –
γιολελεΐ, χορίαμβοι
πρωτοστατούν στα χείλη μου
σαν δυό κοχύλια ανάγλυφα
την ύλη νά ’πιουν του πυρός
απ’ τους απόκρημνους κρουνούς.
Και αποκαΐδια στην αυλή
της Λόλας γίνεται ο αιών
μετρώντας της τα βήματα
στα πλήκτρα του μπαντονεόν.

ΚΛΑΟΥΝΤΙΟ ΒΙΛΛΑ: ΣΑΝΤΑ ΛΟΥΤΣΙΑ!



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο CLAUDIO VILLA


SANTA LUCIA


Sul mare luccica l’astro d’argento.
Placida è l’onda. Prospero è il vento.
Sul mare luccica, l’astro d’argento.
Placida è l’onda. Prospero è il vento.
Venite all’agile, barchetta mia,
Santa Lucia, Santa Lucia.
Venite all’agile, barchetta mia,
Santa Lucia, Santa Lucia.

Con questo zeffiro, così soave,
Oh, com’è bello star sulla nave!
Con questo zeffiro, così soave,
Oh, com’è bello star sulla nave!
Su passegieri! Venite via!
Santa Lucia! Santa Lucia!
Su passegieri! Venite via!
Santa Lucia! Santa Lucia!

In fra le tende, bandir la cena
In una sera così serena,
In fra le tende, bandir la cena
In una sera così serena,
Chi non dimanda, chi non desia.
Santa Lucia, Santa Lucia.
Chi non dimanda, chi non desia.
Santa Lucia, Santa Lucia.

Mare si placida, vento si caro,
Scordar fa i triboli al marinaro,
Mare si placida, vento si caro,
Scordar fa i triboli al marinaro,
E va gridando con allegria,
“Santa Lucia! Santa Lucia!”
E va gridando con allegria,
“Santa Lucia! Santa Lucia!”

O dolce Napoli, o suol beato,
Ove sorridere volle il creato,
O dolce Napoli, o suol beato,
Ove sorridere volle il creato,
Tu sei impero dell’armonia,
Santa Lucia, Santa Lucia.
Tu sei impero dell’armonia,
Santa Lucia, Santa Lucia.

Or che tardate? Bella è la sera.
Spira un’auretta fresca e leggiera.
Or che tardate? Bella è la sera.
Spira un’auretta fresca e leggiera.
Venite all’agile, barchetta mia,
Santa Lucia, Santa Lucia.
Venite all’agile, barchetta mia,
Santa Lucia, Santa Lucia.



Στίχοι: T. Cottrau.
Μουσική: A. Longo.
Γράφτηκε το 1848.
Ηχογράφηση του 1973.

ΓΙΑ ΤΟ ΤΑΞΕΙΔΙ ΤΩΝ ΙΣΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΤΑΞΕΙΔΙ ΤΩΝ ΑΡΜΑΤΩΝ


ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ


ΩΣ ΕΡΓΟΝ ΑΤΕΛΕΥΤΗΤΟ


              Στον Μαράκη

Η μέθη των κυμάτων είναι μήνυμα
Που πάει ο ποντοπόρος στην καλή του
Γαλήνια νύχτα το βελούδο της σιγής
Μέσα στ’ αστέρια που κυλούν στην πρύμη
Για το ταξείδι των ιστών για το ταξείδι των αρμάτων
Αρματωσιάς μιας σκούνας ηνιόχου
Τεθρίππου βαίνοντος προς την χαρά
Καταυλισμών ατσίγγανων με κοριτσάκια
Πιο θελκτικά κι’ από τα μάτια τους
Όταν σκιρτούν στην πάχνη της πρωίας.



Από τη συλλογή «Ενδοχώρα» (1945).
Από το βιβλίο: Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ενδοχώρα», Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1980, σελ. 11.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ


Η ΘΑΝΑΣΙΜΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΑΣΛΑΝΗ

Τη νύχτα αυτή η αστυνομία
μάζεψε τους αλήτες απ' το πάρκο
πλάκωσε το εκατό
κι ακουγόταν μέχρι εδώ η σειρήνα
φύγε-φύγε όσο έμεινε καιρός
γιατί η νύχτα στο κρατητήριο είναι κρύα
πώς βαστιέται τέτοιος εξευτελισμός
και το στόμα σου φαρμάκι απ' τα τσιγάρα
το πρωί στο λεωφορείο στριμωχτός
μια διαδήλωση κοιτάς πίσω απ' τα τζάμια

Από όλα τα τραγούδια
αγαπούσα πιο πολύ τα λαϊκά
η ζωή μου έχει αλλάξει
κι έτσι τώρα δεν με ζαχαρώνουν πια
το κλειδί βάζω στην πόρτα για να μπω
το δωμάτιο είναι κρύο και στενό
όταν πέφτει το βραδάκι τί να πω
σε θυμάμαι με το πράσινο παλτό.

Όταν πέφτει το σκοτάδι
στα υπόγεια τα ρεύματα βουίζουν
την αλήθεια ποιός θα μάθει
ένορκοι πληρωμένοι θα με κρίνουν
η ζωή μου έχει γεμίσει μυστικά,
στους διαδρόμους ψευδομάρτυρες καπνίζουν
και οι φίλοι με κερνούν ναρκωτικά
και το κόμμα με τραβάει απ' το μανίκι.

Κι έτσι εδώ σε ξαναβρίσκω
Αλέξη πες μου,
Αλέξη πες μου αν με θυμάσαι
το καλοκαίρι έχει τελειώσει
από καιρό έχει τελειώσει
τί ζητάς
στην παραλία τα καφενεία είναι κλειστά
κι η θάλασσα βρώμικη και σάπια
μετανάστες ξαναγύρισαν εδώ
τρομαγμένοι φεύγουν απ' τη Γερμανία
την καρδιά μου στους σταθμούς την τυραννώ.

Μην κοιτάς τους στρατιώτες
στα δημόσια ουρητήρια σοβαροί
μου θυμίζουν επεμβάσεις
μου θυμίζουν δυσκολίες γιώτα-χι
την θυμάμαι ένα κάμπο να διαβαίνει
στο ασανσέρ όλο φοβότανε να μπει
η Συννεφούλα μου κερδίζει το παιχνίδι
τώρα στα χέρια της κρατάει το ψαλλίδι
κι έτσι είναι περισσότερο ορφανή

Κι έτσι εδώ σε ξαναβρίσκω
Αλέξη πες μου με τί λόγια να στο πω
τα ορφανά μου που κρυώνουνε
μου κάνουνε βαρύ εκβιασμό
που ακούστηκε ο Άλκης να πεθαίνει,
όλη νύχτα ψήνονταν στον πυρετό
στο διάδρομο είχα δει ένα νεκρό
οι γιατροί δεν μας δίνουν σημασία
βιαστικά μας κουβαλούν στα χειρουργεία

Η μποτίλια έχει αδειάσει
του μπάρμπα-Αλέξανδρου η μποτίλια έχει αδειάσει
κι απ' το πάρκο μέχρι εδώ
η σειρήνα του εκατό
ακούς ουρλιάζει
το δωμάτιο είναι κρύο και στενό
κι ο Τσιτσάνης μ' ένα γιάλα με προγκάρει
αυτή τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά
δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να την ψάξεις
αλλά εσύ που μ' αγαπούσες
μια φορά όπως πριν έτσι και τώρα θα με νιώσεις

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ


ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ


Πόσο σου μοιάζει η σκιά
που από μακριά πλησιάζει,
ο κάθε ίσκιος που περνά
νομίζω πως σου μοιάζει

Μες στις βιτρίνες είσαι εσύ,
μέσα στα πλοία είσαι εσύ,
μες στις αφίσες είσαι εσύ
και τρέχω και πετάω

Όλη η πόλη είσαι εσύ, εσύ που πια δε μ' αγαπάς,
όλος ο κόσμος είσαι εσύ, και που αλλού να πάω

Όταν μιλάνε σιγανά,
εσύ μιλάς νομίζω,
σε κάθε βήμα που περνά
το βήμα σου γνωρίζω

Μες στο σκοτάδι είσαι εσύ,
μέσα στα φώτα είσαι εσύ,
μέσα στα τρένα που περνούν
εσένα κυνηγάω

Όλη η πόλη είσαι εσύ, εσύ που πια δε μ' αγαπάς,
όλος ο κόσμος είσαι εσύ, και που αλλού να πάω



Μουσική: Κώστας Χατζής.
Στίχοι: Σώτια Τσώτου.

ΑΛΝΤΑ ΜΕΡΙΝΙ!


ALDA MERINI


ACCAREZZAMI IL VOLTO, AMORE


Accarezzami il volto, amore
e guardami.
Io non ho seduzione
nei miei occhi
e nemmeno quel mare di dinieghi
che mi hai fatto attraversare
per incontrarti.
Nei miei capelli,
non trovi lenzuola di teorie,
non trovi sorrisi leggiadri
sul mio viso
ma una promessa di paradiso
che vuole farti vedere la vita.

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΔΕΙΝΩΝ


GARCILASO DE LA VEGA


[ΑΠΟ ΔΡΟΜΑΚΙΑ ΚΑΚΟΤΡΑΧΑΛΑ ΕΦΤΑΣΑ ’ΔΩ]

  Από δρομάκια κακοτράχαλα έφτασά ’δω
που τρέμω ακόμα και στη σκέψη να κουνήσω·
κι αν όντως κάνω καν να κινηθώ, όλα πίσω
απ’ τα μαλλιά σουρτόν με πάνε σάν για νά ’δω
  τον κόσμο ανάποδα. Του Χάροντα τον κάδο
γιομίζω δάκρυα, ελπίζοντας καλά να ζήσω·
τα χείρονα διαλέγω κι ας νογάω τα κρείσσω
(συνήθειο νά ’ν’ ή τύχης ορισμός;...) συνάδο-
  ντας με τη φύση μου. Ίσο με τον μετρημένο
μου χρόνο (από το λίκνο ώς τα μισά του δρόμου,
εδώ...) είν’ το λάθος που διορίζει την πορεία μου.
  Με το ένστικτό μου δεν παλεύω πια· αναμένω
το τέλος όλων των δεινών: τον θάνατό μου –
γι’ αυτό και δεν με μέλλει πια η σωτηρία μου.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΒΕΡΛΑΙΝ ΚΑΙ ΝΤΕΜΠΥΣΣΥ




CLAUDE DEBUSSY / PAUL VERLAINE


CLAIR DE LUNE


Votre âme est un paysage choisi
Que vont charmants masques et bergamasques,
Jouant du luth et dansant, et quasi
Tristes sous leurs déguisements fantasques!
Tout en chantant sur le mode mineur
L'amour vainqueur et la vie opportune.
Ils n'ont pas l'air de croire à leur bonheur,
Et leur chanson se mêle au clair de lune,
Au calme clair de lune triste et beau,
Qui fait rêver, les oiseaux dans les arbres,
Et sangloter d'extase les jets d'eau,
Les grands jets d'eau sveltes parmi les marbres.


Τραγουδά η σοπράνο Veronique Gens.
Πιάνο παίζει ο Roger Vignoles.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΣΕΡΤΖΙΟ ΜΠΡΟΥΝΙ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο SERGIO BRUNI


MIEROLO AFFURTUNATO


A ll'acqua chiara e fresca,
a ll'acqua 'e tre funtane,
mme só' lavato 'e mmane...

E mme ll'aggio asciuttate
'e n'albero a li ffrónne
addó' canta nu miérolo cianciuso
e s'annasconne...

Miérolo affurtunato,
Viato a chi te sente!...
'Sta voce, alleramente,
sceta 'o silenzio attuorno...
e tremmano sti ffrónne
addó' canta ll'auciello apprettatore
e s'annasconne!

Pur'io cantavo: io pure,
cuntenta e affurtunata,
tutt''a santa jurnata...

- St'uocchie! Ah, quante só' belle!
E chesti ttrezze jónne!
- mme dicett'uno. - E 'sta faccia ca ride
e s'annasconne! -

Miérolo affurtunato,
Viato a chi te sente!...
'Sta voce, alleramente,
sceta 'o silenzio attuorno...
e tremmano sti ffrónne
addó' canta ll'auciello apprettatore
e s'annasconne!

Mo chiágnono cu mico
ll'arbere, ll'erba, 'e ffrónne...
e ll'eco mme risponne...

Cchiù 'sta faccia nun ride,
ma 'e lacreme se 'nfónne:
Dint'a sti mmane meje, rossa se 'nzèrra
e s'annasconne!...

Miérolo affurtunato,
Viato a chi te sente!...
'Sta voce, alleramente,
sceta 'o silenzio attuorno...
e tremmano sti ffrónne
addó' canta ll'auciello apprettatore
e s'annasconne!

ΠΙΕΡ ΛΟΥΙΣ!




PIERRE LOUŸS (1870-1925)


ELLE TOURNE, ELLE EST NUE, ELLE EST GRAVE...


Elle tourne, elle est nue, elle est grave; ses flancs
Ondulent d’ombre bleue et de sueur farouche.
Dans les cheveux mouillés s’ouvre rouge la bouche
Et le regard se meurt entre les cils tremblants.

Ses doigts caressent vers des lèvres ignorées
La peau douce, la chaleur molle de ses seins.
Ses coudes étendus comme sur des coussins
Ouvrent le baiser creux des aisselles dorées.

Mais la taille, ployée à la renverse, tend
Le pur ventre, gonflé d’un souffle intermittent,
Et sous l’arachnéen tissu noir de sa robe

Ses bras tendres, avec des gestes assoupis,
Ses pieds froids sur les arabesques des tapis,
Cherchent l’imaginaire amant qui se dérobe...



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Daniella Cicarelli.

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ


ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ


   Η είσοδος δεν επιτρεπόταν παρά μόνο σ’ εκείνους τους φτωχούς τρελούς που φαντάζονται ότι είναι πουλιά, σκάλες ή δέντρα – μαντεύοντας αόριστα ότι για να μπουν στο μυστήριο
   πρέπει ν’ αφήσουν έξω τον εαυτό τους.



Από την ποιητική συλλογή: «Ο τυφλός με το λύχνο» (1983).
Από τo βιβλίο: Τάσος Λειβαδίτης, «Ποίηση», τόμος τρίτος 1979-1987, Kέδρος, Αθήνα 1991, σελ. 133.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΠΡΟΥΣ ΣΠΡΙΝΓΚΣΤΗΝ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο BRUCE SPRINGSTEEN: SECRET GARDEN

ΕΞΩΤΙΚΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ ΦΤΕΡΟ ΑΠΑΛΟΤΑΤΟ


ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ (1902-1970)


BALLATIO MAGICA

Υβόνη, με τ’ απλό, γλυκύτατο όνομα
και τ’ άσπρα τ’ αγαλμάτινα τα πόδια,
στο ηδονικό σου απόψε αβρό ταλάντεμα
σέρνεις και την ψυχή μου μεθυσμένη!

Υβόνη, όπως τα δυο σου πόδια υψώνονται
κι ανοίγει ως άνθος τ’ άσπρο φόρεμά σου,
μια πεταλούδα γίνεσαι βελούδινη
και τρέχω ερωτευμένος να σε πιάσω.

Αλλαγή φωτισμού

Τώρα, το φόρεμά σου όπως απλώνεται
μες στη σμαράγδινη άχνα ωσάν βεντάλια,
την πεταλούδα χάνω από τα μάτια μου
κι έχω μπροστά μου, Υβόνη, ένα παγόνι...

Μα μες στο μαγικό γυαλί τής μέθης μου
το ακόλαστο πουλί πολύ δε μένει:
σε μιά άλλη σου στροφή απαλή, που επρόσμενα,
μια φοινικιά γεννιέται καναρίνια!

Κάτω απ’ τα σπαθωτά της φύλλα ισκιάζομαι
όσο διαρκεί η παράξενη μαγεία,
για να ιδώ, σε μια ρόδινη άχναν, ύστερα
σαν τόξο να λυγίζει, Υβόνη, η οσφύς σου.

Στο κύμα του ιλαρού φωτός λικνίζεσαι,
μετάξινο εσύ φύλλο μιάς φιλύρας,
εξωτικού πουλιού φτερό απαλότατο
που παίζουν με το φως και με την αύρα.



Από το βιβλίο: «Καίσαρ Εμμανουήλ: Ποιήματα», εισαγωγή και επιλογή ποιημάτων Αγορή Γκρέκου, Ο Ανθολόγος Ερμής, τ. 27, Αθήνα 2001, σελ. 56.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΜΟΥΡΟΛΟ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ROBERTO MUROLO


FENESTA VASCIA


Fenesta vascia 'e padrona crudele,
quanta suspire mm'haje fatto jettare!...
Mm'arde stu core, comm'a na cannela,
bella, quanno te sento annommenare!
Oje piglia la 'sperienza de la neve!
La neve è fredda e se fa maniare...
e tu comme si' tanta aspra e crudele?!
Muorto mme vide e nun mme vuó' ajutare!?...

Vorría addeventare no picciuotto,
co na langella a ghire vennenn'acqua,
Pe' mme ne jí da chisti palazzuotte:
Belli ffemmene meje, ah! Chi vó' acqua...
Se vota na nennella da llá 'ncoppa:
Chi è 'sto ninno ca va vennenn'acqua?
E io responno, co parole accorte:
Só' lacreme d'ammore e non è acqua!...

ΑΝΡΙ ΚΑΝΤΕΛ!



HENRI CANTEL (1825-1878)


BERTHA


Je connais ta beauté de la nuque à l'orteil.
Bertha ! J'ai respiré ta chevelure blonde,
Léché tes yeux mi-clos, sucé ta gorge ronde,
Baisé tes dents qu'entoure un sourire vermeil.

J'ai bu même emporté par d'amoureuses fièvres,
Le sang pus de ton cou par le peigne blessé,
Et ma langue savante a souvent caressé
Le bouton qui frémit entre tes quatre lèvres.

L'un dans l'autre perdus, nous n'avons pas goûté
Tous les secrets brûlants de l'âcre volupté:
Nous avons dans nos jeux oublié quelque chose.

Tourne-moi le trésor de tes reins assouplis,
Couche-toi maintenant: sur tes trente-deux plis
Mon baiser veut lascif, faire feuille de rose.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Elizabeth Hurley.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ ΜΟΥΣΥΝΣΚΑ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η BARBARA MUSZYŃSKA: TYLKO ECHO

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΠΑΛΙ


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ


ΖΩΓΡΑΦΙΣΜΕΝΑ


Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.
Μα της συνθέσεως μ' αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
Η μέρα μ' επηρέασε. Η μορφή της
όλο και σκοτεινιάζει. Ολο φυσά και βρέχει.
Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω.
Στη ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα
ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι
επλάγιασεν, αφού θ' απέκαμε να τρέχει.
Τί ωραίο παιδί· τί θείο μεσημέρι το έχει
παρμένο πια για να το αποκοιμίσει.-
Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα.
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ΄την δούλεψή της.

Ο ΜΑΝΟΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΑΚΗ ΠΑΝΟΥ


Ο ΜΑΝΟΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΑΚΗ ΠΑΝΟΥ


ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ ΦΤΑΝΕΙ ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ


Το φαρμάκι φτάνει κάποτε στα χείλη
και από το στόμα βγαίνει ο λόγος ο πικρός
αγανάκτηση απόγνωση σκαμπίλι
από κείνον που δικάστηκε μικρός

Το φαρμάκι φτάνει κάποτε στο στόμα
και δεν νιώθεις πια το φόβο κανενός
δεν πονάει το ταλαίπωρο το σώμα
όταν είσαι πεθαμένος ζωντανός

Το φαρμάκι κάποια μέρα ξεχειλίζει
πλημμυρίζει την ψυχή η απελπισιά
κι όταν πάψει ο πονεμένος να ελπίζει
για το σύμπαν χαλαλίζει μια βρισιά

ΒΙΘΕΝΤΕ ΙΔΟΒΡΟ!




VICENTE HUIDOBRO (1893-1948)


EL ESPEJO DE AGUA


Mi espejo, corriente por las noches,

se hace arroyo y se aleja de mi cuarto.

Mi espejo, más profundo que el orbe

donde todos los cisnes se ahogaron.

Es un estanque verde en la muralla

y en medio duerme tu desnudez anclada.

Sobre sus olas, bajo cielos sonámbulos,

mis ensueños se alejan como barcos.

De pie en la popa siempre me veréis cantando.

Una rosa secreta se hincha en mi pecho

y un ruiseñor ebrio aletea en mi dedo.




Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Bianca Gascoigne.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΡΟΜΑΝΟ ΤΖΑΝΟΤΤΙ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ROMANO ZANOTTI


COMME FACETTE MAMMETA


Quanno mámmeta t'ha fatta,
quanno mámmeta t'ha fatta...
Vuó' sapé comme facette?
vuó' sapé comme facette?...

Pe' 'mpastá sti ccarne belle,
pe' 'mpastá sti ccarne belle...
Tutto chello ca mettette?
tutto chello ca mettette?...

Ciento rose 'ncappucciate,
dint''a mártula mmescate...
Latte, rose, rose e latte,
te facette 'ncopp''o fatto!...

Nun c'è bisogno 'a zingara
p'andiviná, Cuncè'...
Comme t'ha fatto mámmeta,
'o ssaccio meglio 'e te!...

E pe' fá 'sta vocca bella,
e pe' fá 'sta vocca bella...
Nun servette 'a stessa dose,
nun servette 'a stessa dose...

Vuó' sapé che nce mettette?
Vuó' sapé che nce mettette?...
mo te dico tuttecosa...
mo te dico tuttecosa:

nu panaro chino, chino,
tutt''e fravule 'e ciardino...
Mèle, zuccaro e cannella:
te 'mpastaje 'sta vocca bella...

Nun c'è bisogno 'a zingara
p'andiviná, Cuncè'...
Comme t'ha fatto mámmeta,
'o ssaccio meglio 'e te...

E pe' fá sti ttrezze d'oro,
e pe' fá sti ttrezze d'oro...
Mamma toja s'appezzentette,
mamma toja s'appezzentette...

Bella mia, tu qua' muneta!?
bella mia, tu qua' muneta!?
Vuó' sapé che nce servette?
vuó' sapé che nce servette?...

Na miniera sana sana,
tutta fatta a filagrana,
nce vulette pe' sti ttrezze,
che, a vasá, nun ce sta prezzo!

Nun c'è bisogno 'a zingara,
p'andiviná, Cuncè'...
comme t'ha fatto mámmeta,
'o ssaccio meglio 'e te...

ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΤΩΝ ΝΕΡΩΝ


GUILLAUME APOLLINAIRE (1880-1918)


ΔΕΙΛΙΝΟ


Αγγιγμένη απ’ τους ίσκιους των νερών
στο χορτάρι όπου η μέρα ξεψυχάει
η αρλεκίνα γυμνή βγαίνει και κοιτάει
το κορμί της στον καθρέφτη των νερών.

Παρεκεί ένας τσαρλατάνος βραδυνός
τα παιγνίδια που θα κάνουν διαφημίζει.
Ο άχρωμος απ’ άκρη σ’ άκρη ουρανός
άστρα σαν το γάλα ωχρά γεμίζει.

Ο χλομός ο αρλεκίνος μ’ ευθυμία
πρώτα πρώτα χαιρετάει τους θεατές
Μάγους που ’χουν έρθει απ’ τη Βοημία
μερικές νεράιδες και τους γητευτές.

Και κατόπιν ξεκρεμώντας έν’ αστέρι
με το τεντωμένο του το παίζει χέρι
ενώ κάποιος κρεμασμένος ρυθμικά
με τα πόδια του τα κύμβαλα χτυπά.

Τ΄όμορφο παιδί η τυφλή κουνάει,
η ελαφίνα με τα ελάφια της περνάει.
Βλέπει ο νάνος με το βλέμμα του θολό
τον τρισμέγιστο αρλεκίνο πιο ψηλό.


Μετάφραση: Μήτσος Παπανικολάου.
Από το βιβλίο: Μήτσος Παπανικολάου, «Μεταφράσεις», Πρόσπερος, Αθήνα 1987, σελ. 10-11.



**************************


CREPUSCULE


Frôlée par les ombres des morts
Sur l'herbe où le jour s'exténue
L'arlequine s'est mise nue
Et dans l'étang mire son corps

Un charlatan crépusculaire
Vante les tours que l'on va faire
Le ciel sans teinte est constellé
D'astres pâles comme du lait

Sur les tréteaux l'arlequin blême
Salue d'abord les spectateurs
Des sorciers venus de Bohême
Quelques fées et les enchanteurs

Ayant décroché une étoile
Il la manie à bras tendu
Tandis que des pieds un pendu
Sonne en mesure les cymbales

L'aveugle berce un bel enfant
La biche passe avec ses faons
Le nain regarde d'un air triste
Grandir l'arlequin trismégiste

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΓΚΙΖΕΛΑ ΜΑΫ


Η GISELA MAY ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ BERTOLT BRECHT & HANNS EISLER


LIED EINER DEUTSCHEN MUTTER


Mein Sohn, ich hab dir die Stiefel
Und dies braune Hemd geschenkt:
Hätt ich gewußt, was ich heute weiß
Hätt ich lieber mich aufgehängt.

Mein Sohn, als ich deine Hand sah
Erhoben zum Hitlergruß
Wußte ich nicht, daß dem, der ihn grüßet
Die Hand verdorren muß.

Mein Sohn, ich hörte dich reden
Von einem Heldengeschlecht.
Wußte nicht, ahnte nicht, sah nicht:
Du warst ihr Folterknecht.

Mein Sohn, und ich sah dich marschieren
Hinter dem Hitler her
Und wußte nicht, daß, wer mit ihm auszieht
Zurück kehrt er nimmermehr.

Mein Sohn, du sagtest mir, Deutschland
Wird nicht mehr zu kennen sein.
Wußte nicht, es würd werden
Zu Asche und blutigem Stein.

Sah das braune Hemd dich tragen
Habe mich nicht dagegen gestemmt.
Denn ich wußte nicht, was ich heut weiß:

Es war dein Totenhemd.

ΜΕ ΤΗ ΓΕΩΠΟΝΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


ΜΙΚΕΛΗΣ ΑΒΛΙΧΟΣ (1844-1917)


ΣΤΙΧΟΙ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥ


Απ’ όλες τις εφεύρεσες του νου
εκείνη για τη μέλλουσα ζωή
– να σε φυτεύουνε κουκί στη γη,
κουκιά να ξεφυτρώνεις τ’ ουρανού –
και τέχνες κ’ επιστήμες βάνει κάτου
με τη γεωπονία του θανάτου.

Και μ’ όλα τούτα, αγαπητέ μου Τρέκα
(που τόση έχεις στους στίχους μου στοργή)
πολύ φοβούμαι, μην η Θεία Οργή
αφήσει εμάς, σαν ασεβείς, στα σέκκα
και πέσει λύκος* στο φτωχό κουκί μας
και πάει τότε αμόντε η φύτεψή μας.

    *Παράσιτο




Δημοσιεύθηκε στον «Νουμά», τόμ. 17, αρ. 689 (1920), σελ. 288.

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

ΤΟΥΣ ΗΧΟΥΣ ΝΑ ΡΟΥΦΑΣ ΤΩΝ ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩ' ΜΟΥ


ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ


ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΔΕ ΡΩΣΣΗΝ, ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΙΛΟΝ


Τα μεσημέρια, οπού του θέρους η άγρια λαύρα ψήνει
και γέρνουν τα λούλουδα οχ τον καψώνα χτυπημένα
κι οπού τα μυρωμένα του φτερά τ’ αγέρι κλείνει
κι αδρόσιστα τα χόρτα μνέσκουνε και μαραμένα,

και μόλις που τη σιγαλιά της φύσεως ξελύνει
του ρυακιού νερό ασημί που τρέχει ώσμε τα ’μένα
κελαρυστά, στο ξέθωρο χορτάρι, να καλλύνει
τσι πρασινάδες πώχουν μείνει, πές μου, Γιώργο: εμένα

το φίλο σου, μες στα χαριτωμένα τούτ’ απόσκια
θα τον αφήνεις, πές μου, νά ’ρχεται ολιγάκι... λίγο...
και να τρυγά το πράσινο και των μοσκιώ’ τα μόσκια;

Στα χόρτα τούτα ’δώ να κάθουμαι την άδεια δώ’ μου,
και δίπλα μου να κάθεσαι κι εσύ, σ’ αυτόν τον τρύγο,
τους ήχους να ρουφάς των εμπνευσμένων τραγουδιώ’ μου.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΕΝΡΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ENRICO CARUSO


LA DONNA È MOBILE
(Giuseppe Verdi, Rigoletto, 1851)


La donna è mobile
Qual piuma al vento,
Muta d'accento — e di pensiero.
Sempre un amabile,
Leggiadro viso,
In pianto o in riso, — è menzognero.
È sempre misero
Chi a lei s'affida,
Chi le confida — mal cauto il cuore!
Pur mai non sentesi
Felice appieno
Chi su quel seno — non liba amore!

ΧΑΪΝΡΙΧ ΖΑΪΝΤΕΛ!



HEINRICH SEIDEL (1842-1906)


DAS SONETT


So recht geeignet ist für spitz verzwickte
Verschnörkelte Ideen die verzwackte
Sonettenform, und für modern befrackte
Gedanken eine wunderbar geschickte.

Und wer von Weisheit nur ein Körnlein pickte
Und von Ide’n nur ein Ideelein packte,
Der zwängt es gerne in die höchst vertrackte
Sonettenhaut, die viel und oft geflickte.

Die Freude dann, wenn ihm das Glück dann glückte
Und schwitzend er sein Nichts zusammenstückte,
Darob er manche Stunde mühsam hockte!

Doch hilft’s ihm nimmer, dass er drückt’ und druckte,
Weil gähnend ob dem künstlichen Produkte
Die Menschheit ruhig einschläft, die verstockte.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Irina- Sheik.

ΧΟΡΕΥΤΕΣ ΤΟΥ ΤΑΝΓΚΟ


ΧΟΡΕΥΟΥΝ Ο JAVIER RODRIGUES ΚΑΙ Η GERALDINE ROJAS: LA CUMPARSITA

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Η ΑΝΝΑ ΝΕΤΡΕΜΠΚΟ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΑΝΔΟ ΒΙΓΙΑΣΟΝ



ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Η ANNA NETREBKO & Ο ROLANDO VILLAZÓN

GIACOMO PUCCINI: O SOAVE FANCIULA
(LA BOHÈME)

Βερολίνο, 7 Ιουλίου 2006

ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΚΟΥΡΤΑΛΩ ΚΑΙ ΔΕ ΜΟΥ ΑΝΟΙΓΟΥΝ


ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ


ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΚΟΥΡΤΑΛΩ ΚΑΙ ΔΕ ΜΟΥ ΑΝΟΙΓΟΥΝ


Τίς λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν
γιατί πιά δεν τις κατοικούν τα βασανά μας.
Τίς εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή εκρηξη.
Ανάσα και χειρονομία καμμιά μέσ΄στα αδειανά φωνήεντα
κι ούτε ενα τρίξιμο απ τα σύμφωνα
και μήτε τρέμισμα κορμιού η κεριού
και μήτε σάλεμα σκιών στούς τοίχους.

ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο
βολεύτηκε σ΄αυτή την προσφυγιά
πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων
όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά
μιλάει μόνο με σήματα
μέσ΄στην οχλαγωγία της ερημιάς
στίς φαντασμαγορίες του τίποτε.

Ετσι κι εμείς αδειάσαμε
και μας ψεκάσαν με αναισθητικό
έτσι που αποξενωθήκαμε απ τόν πόνο
-αυτό δα είναι κι άν είναι αποξένωση-
κιη ποίηση έγινε κραυγή έξω απ τον πόνο.
Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγές
σκαρώνοντας μνημεία και μπιμπελό
αλλά το τρομερό καραδοκεί.

Ο,τι δεν είναι τέχνη μέσ΄στην τέχνη
αυτό
το ανθρώπινο
αυτό
κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει.



Από την ποιητική συλλογή «Εν γή αλμυρά»,1996.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΚΑΡΛΟΣ ΓΑΡΔΕΛ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο CARLOS GARDEL


SILENCIO


Silencio en la noche.
Ya todo está en calma.
El músculo duerme.
La ambición descansa.

Meciendo una cuna,
una madre canta
un canto querido
que llega hasta el alma,
porque en esa cuna,
está su esperanza.

Eran cinco hermanos.
Ella era una santa.
Eran cinco besos
que cada mañana
rozaban muy tiernos
las hebras de plata
de esa viejecita
de canas muy blancas.
Eran cinco hijos
que al taller marchaban.

Silencio en la noche.
Ya todo está en calma.
El músculo duerme,
la ambición trabaja.

Un clarín se oye.
Peligra la Patria.
Y al grito de guerra
los hombres se matan
cubriendo de sangre
los campos de Francia.

Hoy todo ha pasado.
Renacen las plantas.
Un himno a la vida
los arados cantan.
Y la viejecita
de canas muy blancas
se quedó muy sola,
con cinco medallas
que por cinco héroes
la premió la Patria.

Silencio en la noche.
Ya todo está en calma.
El músculo duerme,
la ambición descansa...

Un coro lejano
de madres que cantan
mecen en sus cunas,
nuevas esperanzas.
Silencio en la noche.
Silencio en las almas...



Μουσική: Carlos Gardel / Horacio Pettorossi.
Στίχοι: Alfredo Le Pera / Horacio Pettorossi.
Τραγούδι του 1932.

ΣΤΗΣ ΛΑΡΙΣΗΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΣΠΥΡΟΣ ΖΑΓΟΡΑΙΟΣ


ΣΤΗΣ ΛΑΡΙΣΗΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ


Στης Λαρίσης το ποτάμι
που το λένε Πηνειό,
αν τυχόν και δεν με θέλεις,
κει θα πέσω να πνιγώ.

Ο καημός μου είναι μεγάλος,
το ποτάμι είναι ρηχό.
Αν τυχόν και δεν με πνίξει,
μοναχά που θα βραχώ,
στης Λαρίσης το ποτάμι
που το λένε Πηνειό.

Κίνησα από την Αθήνα
για τη Λάρισα να βγω.
Πιάνει λάστιχο στο δρόμο
κι άραξα να κοιμηθώ.

Το πρωί με τη δροσούλα
για τη Λάρισα κινώ.
Αν τυχόν και δε με θέλεις,
πέφτω μες στον ποταμό,
στης Λαρίσης το ποτάμι
που το λένε Πηνειό.

Φέρτε ούζο του Τυρνάβου
να καθίσω και να πιω
κι όλη η Λάρισα να μάθει
πως εγώ σε αγαπώ.

Στης Λαρίσης το ποτάμι
που το λένε Πηνειό.
αν τυχόν και δεν με θέλεις,
κει θα πέσω να πνιγώ.
Στης Λαρίσης το ποτάμι
που το λένε Πηνειό.


Στίχοι και μουσική: Γιώργος Μητσάκης.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΠΕΠΠΙΝΟ ΝΤΙ ΚΑΠΡΙ





ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο PEPPINO DI CAPRI


UN GRANDE AMORE E NIENTE PIÙ


Io, lontano da te
pescatore lontano dal mare
io, chiedo da bere
a una fonte asciugata dal sole
solitudine e malinconia
i soprammobili di casa mia
qualche libro, una poesia
e sul piano una fotografia

io e te
un grande amore e niente più
io e te
le nostre corse fin laggiù
là dove c’ è
la capanna scoperta da noi
dove tu mi dicesti vorrei...
amore vorrei... stasera vorrei...

notti, notti d’ amore
nel silenzio il mio nome, il tuo nome
ma non risale l’ acqua di un fiume
e nemmeno il tuo amore ritorna da me
solitudine e malinconia
in ogni angolo, in ogni via
ti rimprovero una sola cosa
che potevi almeno dirmi scusa

io e te
un grande amore e niente più
io e te
le nostre corse fin laggiù
là dove c’ è
la capanna scoperta da noi
dove tu mi dicesti vorrei...
amore vorrei... stasera vorrei...
io e te
un grande amore e niente più
io e te
le nostre corse fin laggiù
io e te…

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΦΑΜΠΡΙΤΣΙΟ ΝΤΕ ΑΝΤΡΕ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο FABRIZIO DE ANDRÈ


UN GIUDICE


Cosa vuol dire avere
un metro e mezzo di statura,
ve lo rivelan gli occhi
e le battute della gente,
o la curiosità
di una ragazza irriverente
che si avvicina solo
per un suo dubbio impertinente:

Vuole scoprir se è vero
quanto si dice intorno ai nani,
che siano i più forniti
della virtù meno apparente,
fra tutte le virtù
la più indecente.

Passano gli anni, i mesi,
e se li conti anche i minuti,
è triste trovarsi adulti
senza essere cresciuti;
la maldicenza insiste,
batte la lingua sul tamburo
fino a dire che un nano
è una carogna di sicuro
perché ha il cuore toppo,
troppo vicino al buco del culo.

Fu nelle notti insonni
vegliate al lume del rancore
che preparai gli esami.
diventai procuratore
per imboccar la strada
che dalle panche d’una cattedrale
porta alla sacrestia
quindi alla cattedra d’un tribunale,
giudice finalmente,
arbitro in terra del bene e del male.

E allora la mia statura
non dispensò più buonumore
a chi alla sbarra in piedi
mi diceva Vostro Onore,
e di affidarli al boia
fu un piacere del tutto mio,
prima di genuflettermi
nell’ora dell’addio
non conoscendo affatto
la statura di Dio.

ΟΠΩΣ ΣΕ ΞΕΡΕΙ ΤΟ ΦΙΛΙ


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝΙΑ


              Στον Aντρέα Kαμπά

Tόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει
Σιγά-σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!

Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί
Έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα
Έτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρές
Σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές
Σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια
Kι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν
Kι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!

Mεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός μεθάει ο κόσμος όλος
Όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει
Tη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια
Tη λέει ο χτύπος του νερού μέσ’ στις χρυσοστιγμές
Tη λέει κι η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι:

Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια!
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει
Mήτε σε ξέρει ο γελαστός Θεός
Που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
Γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους!



Από την ποιητική συλλογή «»Ήλιος ο πρώτος» (1943).
Από το βιβλίο: Οδυσσέας Ελύτης, «Ποίηση», Αθήνα, Ίκαρος 2002, σελ. 95-96.

Η ΜΑΡΤΑ ΑΡΧΕΡΙΤΣ ΠΑΙΖΕΙ ΝΤΟΜΕΝΙΚΟ ΣΚΑΡΛΑΤΤΙ


Η MARTHA ARGERICH ΠΑΙΖΕΙ DOMENICO SCARLATTI: SONATA, K 141.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΡΑ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ


ΑΓΓΕΛΟΚΑΜΩΜΕΝΗ ΜΟΥ


Αγγελοκαμωμένη μου
και λαμπαδόχυτή μου
ομορφονιά της μάνας σου
και συντροφιά δική μου

Θα σ' αγαπώ θα σ' αγαπώ
διόλου δεν θα πάψω
ή κατά βάθος θα χαθώ
ή θα σε απολαύσω

Σ' αφήνω την καληνυχτιά
μηλιά μου με τους κλώνους
πάω κι εγώ να κοιμηθώ
με βάσανα και πόνους

Ζαχαροζυμωμένη μου
πέσε γλυκά κοιμήσου
και στ' όνειρό σου να με δεις
σκλάβο και δουλευτή σου

ΟΣΚΑΡ ΕΤΣΕΒΕΡΡΥ ΜΕΧΙΑ!



OSCAR ECHEVERRY MEJÍA (1918-2005)


SONATA


Oigo a Handel y a Bach. Ellos me expresan
lo que -lejana- quieres expresarme.
( Estar sin ti es igual a andar a ciegas
sin más luz que el recuerdo de tus ojos ).

El corazón sin ti es un triste valle
desolado y sin música.
Tiemblan arriba los lucero pálidos
y el corazón no sabe
oír sin ti su poesía vaga.

Oigo a Chopin. El piano
va diciendo las hondas melodías
del alma del poeta. Sólo falta
tu nombre para hacer más claro el día.

Estar sin ti es no estar en parte alguna..
Es respirar un aire de tristeza,
es vivir una noche en cada hora.
( El corazón te anhela
como la sed ansía el agua pura ).

Esta dulce mañana
es tan dulce y tan mía porque viene
saturada de tu alma que me piensa.
( Ya Debussy ha llegado, y sus baladas
con tu recuerdo han perpetuado el día ).



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Ana De La Reguera.

Η ΝΤΑΛΙΝΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΙΑ ΝΑΠΟΛΙΤΑΝΙΚΗ ΚΑΝΤΣΟΝΕΤΤΑ ΣΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η DALIDA


OH! LA LA!


Moi qui voulait rester célibataire
Afin de ne jamais me laisser faire
Je viens soudain de me faire prendre
Et voilà que sans rien comprendre
Je m'en vais à mon tour la tête en bas

Oh la la ! Oh la la !
Dans mon cœur je l'avoue, y a du dégât
Ne dites pas que j'ai fait sa conquête
Puisque c'est moi qui marche à la baguette
Oh la la ! Oh la la !
Tous mes amis ne me reconnaissent pas
Quand on aime, on est un peu bête
Et je suis dans ce cas là
Oh la la ! Oh la la !

Oui, depuis que j'ai fait sa connaissance
J'ai dit adieu à mon indépendance
Pour faire tous ses petits caprices
Je me suis mise à son service
C'est fou ce que l'amour a fait de moi

Oh la la ! Oh la la !
Je suis comme un pantin entre ses doigts
Je vais, je viens, je cours, je fais du zèle
Et je fais le ménage et la vaisselle
Oh la la ! Oh la la !
Et le pire, c'est qu'en faisant tout cela,
Je me dis que la vie est belle
Et que je n'la changerais pas
Oh la la ! Oh la la ! Oh la la !

Mais je serais vraiment très malhonnête
Si j'arrêtais ici ma chansonnette
Car mis à part mon esclavage
J'obtiens de petits avantages
Et quand je dis petits, n'insiste pas !

Oh la la ! Oh la la !
Lorsque le soir il me prend dans ses bras
Et que tout bas il vient me dire je t'aime
C'est comme le paradis qui se promène
Oh la la ! Oh la la !
Je n'peut pas tout vous dire, excusez-moi
Mais si vous rencontrez le même,
Sur le champ n'hésitez pas
Aimez-le, gardez-le, croyez-moi
Oh la la ! Oh la la ! Oh la la !

ΓΛΑΡΟΙ


ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΟΡΙΑΣ


[ΓΛΑΡΟΙ ΨΑΡΕΥΟΥΝ]


Γλάροι ψαρεύουν
στης θάλασσας το μνήμα
πνιγμένα ψάρια.



Από το βιβλίο: Θοδωρής Βοριάς, «Πυγολαμπίδες / 33 χαϊκού», Το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, τ. 67 (Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2011), σελ. 4.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΟΡΑΘΙΟ ΓΟΥΑΡΑΝΙ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ORACIO GUARANY: EL CORRALERO

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΟΤΕΛΛΟ ΠΡΟΦΑΤΣΙΟ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο OTELLO PROFAZIO: LA BARONESSA DI CARINI

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΙΧΟΣ


ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Μια από τις αθλιότητες που έφερε ο καιρός της Ύβρης στην άνοδο της κλεπτοκρατίας, ήταν η ενοχοποίηση του ανέργου και του ανήμπορου. Άγριος καπιταλισμός χωρίς φιλανθρωπία. Η συμπλεγματική υπουργός που μισούσε τους φτωχούς και διπλασίασε τα ένσημα για να έχει κάποιος περίθαλψη. Μόνο κάτι περίεργοι ιδιώτες, κάποιες μη κυβερνητικές με το αζημίωτο και η εκκλησία από κεκτημένη ταχύτητα συνέχιζαν να αναγνωρίζουν την παρουσία της κοινωνικής ανισότητας και του ανθρώπινου πόνου. Οι άλλοι κάλπαζαν μέσα στον τρόμο του καρκίνου και διπλασίαζαν τις ασφάλειες ζωής... Γιατί όταν ο Θεός είναι νεκρός και η Επανάσταση είναι νεκρή, ο διπλανός είναι νεκρός και το χρήμα είναι το μόνο που έχεις να αντιτάξεις στο φόβο του θανάτου. Καινούρια εμπειρία για χτεσινούς φτωχούς στην οποία έπεσαν με το ζήλο μαθητευόμενου μάγου... Το σπίτι του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο ανάμεσα στα τουρίστικ και τα άλλα οικοδομικά είναι ένα σύμβολο. Μια ουρμπανιστική υπενθύμιση της εξοβελισμένης έννοιας της φιλανθρωπίας... Γιατί η φιλανθρωπία εμφανίζεται πιο καθαρή σαν ανάγκη στο κενό που ανοίγει η γιορτή και υπάρχει ακόμα αυτή αρχαιόθεν δυσφορία, πως δεν μπορείς να ζεις ευτυχισμένος σε ένα πόλισμα που δυστυχεί... Η εποχή της Νέμεσης με τα πρώτα Χριστούγεννα φέρνει ξανά την φιλανθρωπία στο προσκήνιο. Σαν ένα σοκ για τον περσινό νεοβάρβαρο που στη φτώχια των παιδικών του χρόνων, ανακαλύπετει μνήμες μαγείας ξεχασμένες, όπου την ανθρώπινη έγνοια για τον άλλον, δεν έφτασαν όλα τα κλεμένα χρήματα για να την σβήσουν. Όλες οι υποσχέσεις αποδείχτηκαν μάταιες. Το σπίτι του Παπαδιαμάντη έχει πιο γερά θεμέλια, πιο πολλούς ορόφους, είναι ορατό, όχι μόνο στα δρομάκια της Σκιάθου, αλλά και στην Αθήνα και στην Ευρώπη. Σε μιαν επικαιρότητα όπου ανταλλάσσεται πανικός χρήματος με ανθρώπινο ενδιαφέρον και όπου το ψωμί αποκτά πάλι τη γεύση του κόπου του... Η κρίση μας δίνει ένα μάθημα ανθρωπιάς. Για να μην το ξεχάσουμε όταν σε κατάσταση εξέγερσης διεκδικήσουμε καλύτερες συνθήκες, όχι μόνο για μας, τους αλαζόνες πρώην φτωχούς τους πλανημένους από την κλεπτοκρατία, αλλά και για κείνον που δεν έχει φωνή, και που η ανημπόρια του, ακόμα και για πολιτικόν αγώνα θα κρίνει και στο μέλλον την ανθρωπιά μας.