Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ




OCTAVIO PAZ


ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ

         στον Χοσέ Βιάνκο

Πάνω στη σκακιέρα της πλατείας
χασομερούν τα τελευταία αστέρια.
Πύργοι φωτός και τροχισμένοι επίσκοποι
τις μοναρχίες περιβάλλουν τις φασματικές,
αγώνας μάταιος, ο χθεσινός των αγγέλων πόλεμος!

Λάμψη υδάτων λιμναζόντων όπου πλέουν
κάτι μικροχαρές που πλέον πρασινίσαν,
το σαπισμένο της επιθυμίας μήλο,
όψη μισοφαγωμένη απ’ το φεγγάρι,
η στιγμή η ζαρωμένη μιάς αδημονίας,
οτιδήποτε έχει μείνει από τη ζωή αφάγωτο,
τ’ απομεινάρια της πανηγύρεως τού περίμενε.

Ανοίγει ο ετοιμοθάνατος τα μάτια.
Ρανίδες φωτός κοιτάνε μέσ’ απ’ τις κουρτίνες
εκείνον που εξιλεώνεται με ρόγχους:
είναι το βλέμμα που δεν κοιτά κι όμως κοιτάει,
το μάτι όπου καθρεφτίζονται οι εικόνες
προτού διασκεδασθούν, το κρυσταλλένιο
βάραθρο, το μνήμα το αδαμάντινο:
ο καθρέφτης είναι που καθρέφτες όλο καταπίνει.

Η Ολίβια, η γαλανομάτα που άγγιζε
τις πράσινες χορδές με χέρια πάλλευκα,
την κρυστάλλινη του καταρράχτη άρπα,
στο ρεύμα κολυμπάει αντίθετα να βγει στην όχθη
της αγρυπνίας: το κρεβάτι, των ρούχων ο σωρός,
τα υδρογραφικά στον τοίχο επάνω στίγματα,
εκείνο το ανώνυμο σώμα που ’χει πλάι της
και πάντ’ αναμασάει προφητείες και ψίθυρους
μα και του επίπεδου ουρανού τη βδελυγμία.
Και χάσκει μέσα στις ανοησίες του η πραγματικότητα
με τρόμους επαναλαμβανόμενη ξεκοιλιασμένους.

Ο εγκάθειρκτος των λογισμών του
πλέκει και ξεπλέκει το πλεκτό του στα τυφλά,
ξύνει τις πληγές του, κάνει αναγραμματισμούς
του ονόματός του κι έπειτα τους διασκορπίζει,
πλην όμως εκείνοι στην ίδια επιμένουνε φθορά:
στο διαβρωμένο πάνω συνταιριάζονται όνομα.
Κινάει απ’ τον εαυτό του και στον εαυτό του πάει, γυρνάει,
Σταματάει στο κέντρο του και έπειτα φωνάζει
Τις εί; και της ερώτησής του ο πίδακας
το άνθος του ανοίγει που διαπορεί, μαρμαίρει,
ο μίσχος του ολολύζει, γέρνει το κεφάλι
και, στο τέλος, ιλιγγιωδώς λιποθυμά
σπασμένος σαν σπαθί επάνω σε τοίχο.

Η νέα δαμάστρια κεραυνών
κι εκείνη η γυναίκα που γλιστρά
πάνω στην απαστράπτουσα της λαιμητόμου κόψη·
ο κύριος που κατεβαίνει απ’ τη σελήνη
μ’ ένα κλαράκι μυρωμένο επιταφίου·
η ψυχρή άγρυπνη κυρία που λιμάρει μες στην αϋπνία
την τριμμένη τσακμακόπετρα του αιδοίου της·
π άντρας ο αγνός, στο μέτωπο του οποίου πάει
και χτίζει ο σταυραητός φωλιά, τη μονομανική
απληστία μιάς έμμονης ιδέας·
το δέντρο με τα οχτώ του τα κλαδιά μπλεγμένα,
που τα τσακίζει η αστραπή του έρωτα, ανάβει
και σε κλίνες απανθρακώνεται πρόσκαιρες·
ο ζωντανός θαμμένος μες στη θλίψη του·
η μικρή νεκρή που εκπορνεύεται
κι έπειτα γυρνάει στον τάφο της
με το πρώτο του πετεινού κακάρισμα·
το θύμα που αναζητάει τον θύτη του·
ο απολέσας το σώμα του και ο απολέσας τον ίσκιο του,
ο δραπετεύσας απ’ τον ίδιο του τον εαυτό
και ο κυνηγών τον εαυτό του τον ίδιο,
αυτός που τον αναζητά και ποτέ του δεν τον βρίσκει, όλοι αυτοί,
πτώματα ολοζώντανα στο χείλος μιας στιγμής,
περιμένουν παραμένοντας αιωρούμενοι. Ο χρόνος αμφιβάλλει
η μέρα διστάζει.
      Υπνοβατούσα
στο βουρκωμένο της η Βενετία λίκνο
ανοίγει τα μάτια της, θυμάται; Θόλοι
και μιά πτήση υψηλή απολιθώνεται!
Λάμψη πλημμυρισμένη...
Τα μπρούντζινα άλογα του Αγίου Μάρκου
ανταμώνονται με ρυθμούς κυμαινόμενους,
σκουροπράσινα μες στο νερό κατεβαίνουν
και ρίχνονται στη θάλασσα να πάνε στο Βυζάντιο.

Όγκοι πέτρας και λήθαργου αμφιρρέπουν
ανάμεσα στους λίγους ζωντανούς αυτής της ώρας...
Το φως όμως προβαίνει με βήματα μεγάλα,
χάσματα συντρίβοντας και αγωνίες.
Αγαλλιάσεις και ακτινοβολίες που διαρρηγνύονται!
Η ροδαυγή πετάει το πρώτο της στιλέτο


            Βενετία 1948


 Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου