Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

ΑΝΕΜΟΣ ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΥ





OCTAVIO PAZ 


ΑΝΕΜΟΣ ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΥ

Το παρόν είναι αέναο
Τα όρη είναι από κόκαλο και είναι από χιόνι
Και βρίσκονται εδώ από μιάς αρχής
Ο άνεμος μόλις εγεννήθηκε
Χωρίς ηλικία
Σαν το φως και σαν τη σκόνη
Ανεμόμυλος ήχων
Το παζάρι παλέττα χρωμάτων
Κουδούνια κινητήρες ραδιόφωνα
Ο πέτρινος τριποδισμός των θαμπών γαϊδάρων
Τραγούδια και παράπονα μπερδεμένα
Ανάκατα στις γενειάδες των εμπόρων
Λάμψη πανύψηλη με σφυριές σμιλεμένη
Στης σιωπής τα ξέφωτα
Εκρήγνυνται
Οι φωνές των παιδιών
Πρίγκηπες φορώντας ράκη
Στην όχθη του τυραγνισμένου ποταμού
Προσεύχονται κατουράνε διαλογίζονται
Το παρόν είναι αέναο
Ανοίγουν οι υδατοφράκτες του χρόνου
Η μέρα σκάει μύτη
Αχάτης
Το πεσμένο πουλί
Ανάμεσα στην οδό Μονταλαμπέρ και Μπακ
Είναι ένα κορίτσι
Που ξέμεινε
Στο χείλος ενός γκρεμού βλεμμάτων
Αν το ύδωρ είναι πυρ
Φλόγα
Στο κέντρο της ολοστρόγγυλης ώρας
Που σάστισε
Φοραδίτσα μαυροκόκκινη
Ένα τάγμα σπινθήρων
Ένα κορίτσι πραγματικό
Ανάμεσα σε σπίτια και σε ανθρώπους φαντάσματα
Παρουσία πηγή πλήρων αποδείξεων
Την είδα να διαβαίνει από τα έργα της φαντασίας μου
Την έπιασα απ’ το χέρι
Διασχίσαμε μαζί
Τις τέσσερεις άκρες και τους τρεις χρόνους
Φυλές ανταυγειών περιπλανώμενες
Κι επιστρέψαμε στη μέρα της πρώτης αρχής
Το παρόν είναι αέναο
21 Ιουνίου
Σήμερα αρχίζει το καλοκαίρι
Δύο ή τρία πουλιά
Επινοούν έναν κήπο
Εσύ διαβάζεις τρώγοντας ένα ροδάκινο
Πάνω στον κόκκινο τον καναπέ
Γυμνή
Σαν το κρασί στη γυάλινη καράφα
Μεγάλο σμάρι κορακιών
Στον Άγιο Δομίνικο πεθαίνουνε τ’ αδέρφια μας
«Αν είχαμε πολεμοφόδια δεν θά ’σασταν τώρα εδώ»
Μασάγαμε τα νύχια ως τους αγκώνες μας
Στους κήπους του θερινού ανακτόρου του
Ο Τιπού Σουλτάν φύτεψε το δέντρο των Ιακωβίνων
Ύστερα μοίρασε κομμάτια γυαλιού
Στους εγγλέζους αξιωματικούς που ’χε αιχμαλωτίσει
Και διέταξε να κόψουν τις ακροβυστίες τους
Και να τις φάνε
Το παρόν είναι αέναο
Ο ήλιος κοιμήθηκε ανάμεσα στα στήθη σου
Ο καναπές ο κόκκινος είναι μαύρος και πάλλεται
Μήτε πλανήτης μήτε κόσμημα
Καρπός
Σε λένε χουρμά
Χουρμία
Το φρούριο Ο Σώζων Εαυτόν Σωθείτω
Άλικη κηλίδα
Πάνω στην πέτρα την επίμονη
Διάδρομοι σκαλινάδες λιακωτά
Επιθαλάμιες κάμαρες γδυτές
Του σκορπιού
Αντίλαλοι επαναλήψεις
Ωρολογιακός μηχανισμός ερωτικός μπερδεύτηκε
Εκτός χρόνου
Εσύ βολτάρεις
Στις σιωπηλές μεσαυλές σε βλέπει η ασεβής εσπέρα
Με πανωφόρι από βελόνες στους ανέγγιχτους ώμους σου
Αν το πυρ είναι ύδωρ
Εσύ ’σαι μιά σταγόνα διάφανη
Το πραγματικό κορίτσι
Διαφάνεια του κόσμου
Το παρόν είναι αέναο
Τα όρη
Ήλιοι τεμαχισμένοι στα τέσσερα
Απολιθωμένη θύελλα ώχρα
Ο άνεμος λυσσομανά
Σου πονούν τα μάτια όταν κοιτάζεις
Ο ουρανός είναι κι αυτός άβυσσος μα πιο ψηλά
Φαράγγι του Σάλανγκ
Το μαύρο σύννεφο επάνω από τον μαύρο βράχο
Η γροθιά του αίματος χτυπάει
Πέτρινες θύρες
Μόνο το νερό είναι ανθρώπινο
Σε τούτες εδώ τις ερμιές τις απόκρημνες
Μόνο τα μάτια σου μάτια από ανθρώπινο νερό
Και κάτω
Στο χαίνον διάστημα
Σε σκεπάζει ο πόθος με τα δυό του μαύρα φτερά
Τα μάτια σου ανοίγουν και κλείνουνε
Ζώα φωσφορίζοντα
Κάτω
Το καυτό κάνυον
Το κύμα που απλώνεται και σπάει
Οι ανοιχτοί μηροί σου
Το λευκό που κάνει μακροβούτια
Ο αφρός των εγκαταλειφθέντων σωμάτων μας
Το παρόν είναι αέναο
Ο ερημίτης εράντιζε τον τάφο του αγίου
Η γενειάδα του πιο άσπρη κι απ’ τα σύννεφα
Απέναντι απ’ τη μουριά
Πλάι στον καταρράχτη
Ξανάπες τ’ όνομά μου
Συλλαβές σκόρπιες παντού ολόγυρα
Ένας νέος με πράσινα μάτια σού χάρισε
Ένα ρόδι
Στην απέναντι όχθη του Αμού Νταριά
Ανέβαινε καπνός από τις ρούσικες καλύβες
Ο ήχος του ουζμπέκικου αυλού
Ποτάμι άλλο είτανε τούτο αόρατο και πολύ πιο καθαρό
Στη μαούνα του ο βαρκάρης στραγγάλιζε κοτόπουλα
Ο τόπος είτανε παλάμη τελείως ανοιγμένη
Οι γραμμές του
Γράμματα σπασμένου αλφαβήτου
Σκελετοί αγελαδιών στον κάμπο
Βακτριανή
Άγαλμα που ’γινε σκόνη
Κι εγώ μέσ’ απ’ τη σκόνη έβγαλα κάτι ονόματα
Από ’κείνες τις πεσμένες συλλαβές
Κόκκοι από ’να ρόδι που ’γινε στάχτη
Ορκίζομαι να γίνω χώμα και άνεμος
Ανεμοστρόβιλος
Πάνω στα οστά σου
Το παρόν είναι αέναο
Η νύχτα κατεβαίνει με όλα της τα δέντρα
Νύχτα ηλεκτρικών εντόμων και κτηνών μεταξωτών
Νύχτα χορταριών που φυτρώνουν πάνω σε πεθαμένους
Αντάμωμα νερών που φτάνουνε από πολύ-πολύ μακριά
Μουρμουρητά
Ξεκκοκίζονται τα σύμπαντα
Ένας κόσμος πέφτει
Ανάβει ένας σπόρος
Η κάθε λέξη πάλλεται
Ακούω τους παλμούς σου στη σκιά
Αίνιγμα με τη μορφή της κλεψαμμίας
Γυναίκα κοιμώμενη
Διάστημα διαστήματα ζώντα
Anima mundi
Ουσία μητρική
Αέναη εκτοπισμένη μακριά από τον εαυτό της
Και πτώση αέναη στην άδεια της μήτρα
Anima mundi
Μητέρα των νομαδικών φυλών
Ηλίων και ανθρώπων
Μεταναστεύουν τα διαστήματα
Το παρόν είναι αέναο
Στην κορυφή του κόσμου θωπεύονται
Ο Σίβα και η Παρβάτι
Κάθε τους θωπεία κρατάει έναν αιώνα
Για τον θεό και για τον άνθρωπο
Ο ίδιος ακριβώς χρόνος
Η ίδια ακριβώς κατακόρυφη πτώση
Λαχώρη
Ποτάμι κόκκινο βάρκες μαύρες
Ανάμεσα σε δύο χουρμαδιές ένα κορίτσι ξυπόλυτο
Και το άχρονο βλέμμα του
Χτυποκάρδι ταυτόσημο
Θάνατος και γέννηση
Ανάμεσα ουρανού και γης κάτι λίγες λεύκες
Κρέμονται
Ριγούν μάλλον απ’ το φως παρά πηγαινοέρχονται
Με τα φύλλα τους
Σηκώνονται ή πέφτουν;
Το παρόν είναι αέναο
Στα παιδικά μου χρόνια βρέχει
Βρέχει στου πυρετού τον κήπο
Άνθη από πυρόλιθο δέντρα καπνού
Μ’ ένα συκόφυλλο αρμενίζεις
Στο μέτωπό μου
Δεν σε βρέχει η βροχή
Είσαι η φλόγα του νερού
Η διάφανη σταγόνα της φωτιάς
Που ’πεσε στα βλέφαρά μου
Βλέπω μέσα από τα έργα της φαντασίας μου
Την ίδια μέρα που αρχίζει
Γυρίζει το διάστημα
Τις ρίζες του ξεθάβει ο κόσμος
Τα κορμιά μας
Ξαπλωμένα
Δεν βαραίνουν παραπάνω από το χάραμα



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου