Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: ΟΧΤΩ ΟΧΤΑΣΤΙΧΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΡΟ






ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


ΟΧΤΩ ΟΧΤΑΣΤΙΧΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΡΟ 



1. ΜΕΤΑΠΛΑΣΗ

Ο ουρανός –είπε– δεν είναι καμπύλος· επίπεδος είναι·
περπατώ πάνω του· ο χαρταϊτός είναι γιός μου·
τό ’να φτερό μου είναι κίτρινο, τ’ άλλο μενεξεδένιο·
με το μικρό μου δάχτυλο ακουμπώ στο συρματόπλεγμα·
μες στον καφέ μου ανάστροφες τρεις πορφυρές πυραμίδες·
ένα φεγγάρι-κιθάρα, μια κουκουβάγια-έρωτας·
έκθαμβο χελιδόνι βγαίνει απ’ τη ρωγμή του δαμάσκηνου –
η Μοίρα, ο Μιρό, η Ερημιά, ο Καθρέφτης-ευλογία.




2. ΜΟΡΦΗ ΣΙΩΠΗΣ

Ένα πράσινο αστέρι, ένα μπλε, το ρουμπινί, το μαύρο·
τό ’να σου μάτι στα πουλιά, τ’ άλλο στα κόκκινα·
η σιδεροδεσιά σε φύλλα, φύλλα κι άλλα φύλλα·
το κίτρινο στη σωστή του θέση που την ξέρει μονάχα
ο Θεός κι ο Μιρό. Εγώ είμαι ο πρώτος φίλος –είπε–
κρατώ απ’ τη μασχάλη το μικρό, μαλακό σύννεφο,
περνάμε λυπημένα το λόφο. Το χρυσό μαχαίρι
το σφίγγω στα δόντια μου. Η σιωπή μιλημένη με χρώμα.




3. ΕΝΟΤΗΤΑ

Αυτές οι πέτρες, τα τζάμια, τα κομμένα μέλη –
πού ενώνονται; και πώς; Απ’ το μαύρο στο κόκκινο,
απ’ το κόκκινο στο δεύτερο μαύρο, – αέρας· έτσι.
Ένας σπάγκος ριγμένος στο απέραντο – σπείρα, θηλιά·
ο σπάγκος κάνει πως κοιτάει αλλού (καλλίγραμμος τάχα),
ο σπάγκος προχωράει ευθύβολος, δυνατά κρατημένος
απ’ τ’ αδελφό χέρι του Μιρό. Έρωτας είναι πάνω
κι ο χρόνος κάτω, η ιστορία, τα καρφιά, η τανάλια.




4. Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΚΙ Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ

Όταν η γνώση επιστρέφει στην αθωότητα – τί βουβή νίκη.
Η τσαγέρα με τον Άγγελο κρυμμένον στον ατμό της,
ο θαυματοποιός βγάζοντας απ’ το στόμα του κυανές ταινίες,
εννιά περιστέρια, ένα μπουκάλι σόδα· τις φυσαλίδες,
αυτές τις υπόχρυσες, τις πιάνουν στον αέρα
τα εφτά τιμωρημένα παιδιά  κι αμέσως ξεχνάνε
το μηδέν στο τετράδιο, στην πόρτα, στον τοίχο· ξεχνιούνται
μες στο αγαθό το χρώμα που από μόνο του μάχεται την
  αδικία.




5. ΖΩΑ, ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΤΡΟΦΕΣ

Τα ζώα να μου τα προσέχεις (κι ας είναι η γάτα θυμωμένη),
να μου προσέχεις το θλιμμένο γάβγισμα του σκύλου στη
  ντουλάπα
και του άλλου σκύλου, του ανήκουστου, μέσα στο πιο βαθύ
  φεγγάρι,
την ώρα που οι γυναίκες προχωρούν κάτω απ’ τον ίσκιο των
  μαλλιών τους
με το ένα κομμένον μαστό τους στ’ αριστερό τους χέρι –
Ω φιλντισένιο, εκστατικό μου κύπελλο, ν’ αρμέγω άστρα
για το βρέφος του έρωτα, για τ’ όνειρο, για τις τεφροδόχες,
γιατί χωρίς αυτό το γάλα θά ’χαμε από πριν πεθάνει.




6. ΕΠΕΚΤΑΣΗ

Το μυστικό της κύησης βαθιά βαθιά στη μήτρα του θανάτου,
τί καλά που το ξέρουν τα πουλιά σου κι ο λαγός σου με το ένα
  αυτί του
τεντωμένο προς τη σιωπή, και το μονόφθαλμο ψάρι σου, κι ο
  πετεινός σου
επάνω στο τραπέζι με το μύλο του καφέ· το ξέρει και το άσπρο
φεγγάρι σου στη λεύκα. Ένα ολόκληρο απόγευμα αργό
πηγμένο στον καθρέφτη του αγροκτήματος. Κι εγώ να κοιτάω
το χέρι σου, Μιρό, (χρυσό πλατανόφυλλο, χειρόκτιο ή
  πεντάλφα,
γροθιά ή θωπεία) ν’ αγγίζει γαλήνια το χέρι του Θεού.




7. ΧΡΕΟΣ

Μιρό, σου χρωστάω αυτά τα δύο ανόμοια-όμοια χρώματα
στην πάνω αριστερή γωνία του αόρατου κίτρινου (όχι κίτρινο,
μάλλον αχνά πορτοκαλί – όπως είναι το αόρατο πάντα)
και το φτωχό βαζάκι της μουστάρδας, που σηκώθηκε η μητέρα,
άρρωστη, με 40 πυρετό, όταν έλειπαν όλοι, κι έβαλε μέσα
δυό ερημικά λουλούδια, κι άξαφνα τα λουλούδια
  πολλαπλασιάστηκαν,
ευώδιασε το σπίτι ολόκληρο ώς έξω στον πολυάσχολο δρόμο,
γιατί ’ταν η λησμονημένη εορτή των Ηρώων και των μαρτύρων.



 8. ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ

Θά ’χαν το λόγο τους, βέβαια, οι ελιές, η βροχή, οι αμπελώνες,
οι πέτρες, οι ρίζες, κάθε φύλλο, τα εργαλεία, η σκάφη, το πριόνι,
το πιο γαλάζιο μέσα στη στέρνα, κι η πιτζάμα με το ουράνιο
  τόξο.
Και πλάταινε μες στον κόσμο το Montroig αλλάζοντας
σε μια μόνη καμπάνα τον υπόγειο οργασμό ώς μέσα στη νύχτα
τη διαλυμένη μέσα στις γυναίκες, κι ο γυναίκες μέσα στη νύχτα,
ώς τη μεγάλη αστήρικτη σκάλα· ω, ναι, Μιρό, τη σκάλα
τη μετέωρη στο άπειρο που την ανεβαίνει ολόγυμνη η
  ελευθερία.


                  <Αθήνα, Σάμος, 1973>


Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος: «Ποιήματα», τ. ΙΑ΄, Κέδρος, Αθήνα 1993, σελ. 141-144.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου