Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΡΟΔΟΛΦΟ ΒΙΑΧΙ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο RODOLFO BIAGGI: FLOR DE MONSERRAT

O ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ




HANS MAGNUS ENZENSBERGER


O ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ

Δεν πείραξε άνθρωπο ποτέ του. Όχι,
σπάει μπουκάλια κατά λάθος.
Θα ήθελε να, ιδρώνει, χάνει
το αγαπημένο του κλειδί. Κρυολογεί αδιαλείπτως.
Γνωρίζει πως πρέπει.
Υποθέτει πως θα μπορούσε να είναι γενναίος, χασμουριέται,
πασαλείβει τη θλίψη του πάνω στον γύψο.
Σκέφτεται, καλύτερα όχι. Στριμωγμένος μέσα
σ’ ένα ζευγάρι παπούτσια, κάτωχρος ισχυρίζεται
το αντίθετο. Ναι, καταγράφει τον εαυτό του διαρκώς.
Λέει το ανάποδο απ’ αυτό που ήθελε να πει. Όντως, λέει,
όντως όχι. Το κοστούμι του πέφτει πολύ στενό,
πολύ φαρδύ. Το σώμα του πονάει. Όχι,
εδώ και καιρό δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει
τον γραφικό χαρακτήρα του. Χώρισε, εις μάτην.
Κανένας δεν του τηλεφωνεί. Αισθάνεται μια φαγούρα απ’ την κορφή
ως τα νύχια. Η πένα του αδειάζει,
με την καλύτερη των προθέσεων.  Είναι συχνά παρών,
σε κάθε δωμάτιο, πάντοτε μόνος.
Κόβεται στο ξύρισμα. Ναι, διότι πάντοτε φροντίζει τον εαυτό του
ειδάλλως δεν κλείνει βλέφαρο. Κοιμάται.
Όλοι κακαρίζουν, όλοι όσοι έχουν το δίκιο με το μέρος τους,
τον περιγελούν. Δεν μπορεί να διαπιστώσει
τι πάει στραβά. Όλα τα βλέπει εντάξει. Ο πονοκέφαλός του
είναι απολιτικός. Προσπαθεί σκληρά,
πάλι τραυλίζει, αρχίζει να πνίγεται.
Αυτό που ήθελε να πει, μόλις πριν λίγο,
λίγο αργότερα το έχει ξεχάσει. Λησμόνησε να ξεμπερδέψει
με την πάρτη του. Με την καλύτερη των προθέσεων.
Ζει εν κρυπτώ. Όχι, δεν πρέπει,
ωστόσο έτσι θα ήταν σωστό. Δεν έχει καρκίνο
αλλά ούτε αυτό το γνωρίζει. Το καπέλο του ιδρώνει.
Ποτέ δεν τα έφερνε βόλτα τόσο καλά
όσο τώρα.  Πραγματικά, δεν θα το ήθελε,
αλλά πρέπει. Κλαίει με λυγμούς στο κομμωτήριο. Ναι,
είναι αρκετά αποδοτικός, απολογείται.
Όντως, γράφει, όντως, ξύνεται.
Όντως, θα έπρεπε, ωστόσο καλύτερα όχι.
Όχι, κανείς δεν πρόσεξε τη δυστυχία του. 



Από το βιβλίο: «Die Furie des Verschwindens», Suhrkamp, 1980.
Προδημοσίευση από το βιβλίο «Η Υπεράσπιση των Λύκων και άλλα ποιήματα (1957-1980)», μετάφραση: Γιώργος Πρεβεδουράκης, Εκδόσεις Πανοπτικόν.

ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


[ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ]

Οι φωτογράφοι της παραλίας
κατάρτια πλοιάρια φως
ένας γλάρος κι άλλος
ένας κουρεμένος νεοσύλλεκτος -
στις φωτογραφίες μας
τίποτα δε φαινόταν
μόνο τα χέρια μας μόνα
τίποτα δεν κρατούσαν
ωστόσο ο ήχος του νερού
ακουγόταν ευδιάκριτος
ελληνικός



Από την ποιητική συλλογή "Χειροποίητα" (1977).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, "Ποιήματα, τ. ΙΓ΄", Κέδρος, Αθήνα 1999, σ. 205.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Η ΑΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΒΑΚΗ




PIETRO METASTASIO


Η ΑΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΒΑΚΗ

Σε σκληρότατη θάλασσα τρέχω,
Και πανάκι και ξάρτι δεν έχω,
Και το πέλαο μουγκρίζει φριχτά.

Η γλαυκότη του αιθέρος μαυρίζει,
Η φωνή των ανέμων σφουρίζει,
Λείπει η τέχνη και δεν με βοηθά.

Μέ τον άθλιον η τύχη με παίρνει,
Κι όθε θέλει η προδότρα με σέρνει,
Καθώς φεύγει, και δε με κοιτά.

Η αθωότη μ’ απόμεινε μόνη,
Την αισθάνομαι μέσα στα στήθια,
Αλλ’ αντί να μου φέρει βοήθεια,
Με συντρίβει, με πνίγει σκληρά.


Μετάφραση: Διονύσιος Σολωμός.


************************

ARIA DI ARBACE

Vo solcando un mar crudele
Senza vele e senza sarte;
Freme l'onda, il ciel s'imbruna,
Cresce il vento e manca l'arte
E il voler della fortuna
Son costretto a seguitar.
Infelice in questo stato
Son da tutti abbandonato;
Meco sola è l'innocenza
Che mi porta a naufragar.




Από την όπερα του Leonardo Vinci «Artaserse»

Arbace: Franco Fagioli
Orchestra: Concerto Köln
Conductor: Diego Fasolis

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

ΤΖΟΒΑΝΝΙ ΠΕΤΤΑ!




GIOVANNI PETTA


CASA VUOTA

Perdersi tra le carte, numeri, conteggi
poi al telefono: dire e immaginare
complicità di viaggi e piccoli segreti
lasciare frasi nel suono della voce

morbido, che cade per non dire
– esplicitare non è necessario,
spesso rende banali cose profonde –
ma lascia un segno, al limite, un salute

A mezzanotte guardare alla finestra
il tempo passa, è immobile il silenzio
la notte è luce, fuori, pane quotidiano
di movimenti e attese del domain

Dentro la casa è vuoto da dosare
forza che arriva, nuova e sorprendente
respiro lento di solitudine serena
piccole densità di vita piena.




Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΦΙΝΤΕΛ





JUAN GELMAN


FIDEL

dirán exactamente de fidel
gran conductor el que incendió la historia etcétera
pero el pueblo lo llama el caballo y es cierto
fidel montó sobre fidel un día
se lanzó de cabeza contra el dolor contra la muerte
pero más todavía contra el polvo del alma
la Historia parlará de sus hechos gloriosos
prefiero recordarlo en el rincón del día
en que miró su tierra y dijo soy la tierra
en que miró su pueblo y dijo soy el pueblo
y abolió sus dolores sus sombras sus olvidos
y solo contra el mundo levantó en una estaca
su propio corazón el único que tuvo
lo desplegó en el aire como una gran bandera
como un fuego encendido contra la noche oscura
como un golpe de amor en la cara del miedo
como un hombre que entra temblando en el amor
alzó su corazón lo agitaba en el aire
lo daba de comer de beber de encender
fidel es un país
yo lo vi con oleajes de rostros en su rostro
la Historia arreglará sus cuentas allá ella
pero lo vi cuando subía gente por sus hubiéramos
buenas noches Historia agranda tus portones
entramos con fidel con el caballo


ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΕΝΟΣ ΑΔΟΞΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΑΤΗ ΝΕΑ ΧΙΛΙΕΤΙΑ




ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ


ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΕΝΟΣ ΑΔΟΞΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΑΤΗ ΝΕΑ ΧΙΛΙΕΤΙΑ
(Πάνω σ’ ένα ποίημα του Γκάβιν Γιούαρτ)

Δεν είναι πολύ μεγάλη η πίτα.
Μερικοί δεν θα πάρουμε μπουκιά·
πράγμα που μας βαραίνει σαν ήττα,
που κάνει τον καθένα μας κακό ή κακιά.
Μας τρώει μια μοχθηρία κρυφή
γι’ αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή.

Τον θαυμασμό επιθυμούμε
για κάθε στίχο που εκστομίζουμε,
κι όταν τον έπαινο δεν ακούμε
θυμώνουμε κι αφρίζουμε.
Χαρακτηρίζουμε τους κριτικούς
κακόπιστους ή χολερικούς.

Νιώθουμε μια περίεργη θλίψη
που τα βιβλία μας μένουν απούλητα
Μελαγχολούμε που μας έχει λείψει
η αγάπη του κόσμου, και μισούμε αβούλητα
το ευρύ κοινό που αντί για ποιήματα
αγοράζει μυθιστορήματα

Πιστεύουμε πως κάτι δεν πάει
καλά με τους ποιητές που τους διαβάζουν οι πολλοί
καταφρονώντας τα εντελβάις
των κορυφών μας για τα ευτελή
κι άοσμα άνθη της γλάστρας
που τ’ ανεβάζουν ώς τ’ άστρα

Το θεωρούμε απίστευτο ότι
οι αερολογίες του ενός
κι οι άξεστοι κι ανοικονόμητοι τρόποι
του άλλου κι ο δυσκοίλιος ή φτηνός
λόγος εκστασιάζουν· ότι η κριτική
βρίσκει στους κρότους τού τάδε μουσική

Είμαστε βέβαιοι ( ή σχεδόν βέβαιοι ) ότι το
μέλλον θα μας δικαιώσει
και το αχειροκρότητο
έργο μας θ’ αποθεώσει
Ότι οι στίχοι μας δεν έχουν λήξη.
Λέμε : «ο χρόνος θα δείξει».



Από το βιβλίο: Νάσος Βαγενάς, «Βιογραφία – Ποιήματα 1974-2014», Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2015, σελ. 310-311.


Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ




ΤΖΩΡΤΖΗΣ ΠΑΝΟΣ


ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ

Ω Σίβυλλα τρισκατάρατη,
τυφλοί είν’ οι νεκροί σου,
μέλι φθονερό η ψυχή σου,
καθώς η απολλώνια φωτιά καίει την καρδιά
με ουράνια μελωδία
ανάγλυφης λύρας φτερωτής.

Τ’ άστρα δείξαν το δρόμο
οι σειρήνες των δασών
μάθαν να ξεγελούν τους περαστικούς διαβάτες
μειλίχιο το ψιθύρισμα,
δηλητήριο στη σκέψη.

Ένα παιχνίδι έσυρε χορό ψυχοπομπό,
η αυλαία του δράματος δυο ερώτων
πέφτει με τρόπο τραγικό,
τα φίδια πνίξαν την αλήθεια
και η απληστία έζωσε
με γλώσσες πύρινες
τον έρωτα και τα κορμιά.

Τα φωτεινά άρματα, φτερωτά
σε ολύμπια αναγέννηση προστάζουν∙
κι οι δαφνοστεφανωμένοι νέοι, γυμνοί
παρθένες νύμφες κυνηγούν
σ’ αιώνια παλάτια.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΤΕΟΦΙΛΟ ΙΒΑΝΙΕΣ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο TEOFILO IBÁÑEZ: VIEJO PORTÓN

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

ΠΡΩΙ




ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΑΝΟΣ


ΠΡΩΙ

Χειροπέδες μέρες και ποντάρεις
σε μια άπλα στο μέλλον

στην κακοστημένη εωθινή πράξη
που σφύζει
κινεί τα επίγεια
κοιτάς έλλειμμα ανατολής αλλού
          Απέναντι

(όσο κρατάει το πρωί ή να ορκίσει
την εξουσία των πάντων)
ένα χαμόγελο στο γραφείο
να προχωράει η ζωή να επισυνάπτεται

ποιος κυνηγάει λαγούς κι ελάφια;



Από το βιβλίο: Γιώργος Σπανός, «Προσφυγηή», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 20015, σελ. 48.

Η ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ




RAFAEL FELIPE OTERIÑO


Η ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ

Μπαίνω στην ξένη γλώσσα σάμπως να μπαίνω σε βασίλειο.
Ανάγλυφο λέξεων
που είναι κοιλάδες, βάλτοι, όρη.

Μερικές φορές συμπλέκονται και ακούω μια φωνή.
και ευλαβικές αφοσιώσεις που παραμένουν μυστικές
πλησιάζουν στο τραπέζι μου σαν φρουροί πανύψηλοι.

Συζητούν γενναίες, αλλάζουν βλέμματα,
τις ακούω ν’ ανασαίνουν σαν καθεδρικοί ναοί
και περπατώ στα ευρύχωρα κλίτη τους.

Τότε ανοίγει μια πόρτα και τη διαβαίνω.
Και πίσω υπάρχει ένα παλάτι με τον τεράστιο κήπο του
και μια καθάρια λίμνη όπου βουτώ και κολυμπάω.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



ΣΤΟ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ




PAUL VALÉRY


ΣΤΟ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ

Στο θρό και στον τρεχάμενον ίσκιον κοιμάται μέσα,
κι όταν πουλιά χαμένα της μασούν τα δαχτυλίδια,
λόγον κοράλι, σκοτεινόν, τότε ανασαίνει αιφνίδια,
μες στο παλάτι, ένα παλάτι ρόδο, η πριγκιπέσσα.

Μηδέ που ακούει τις στάλες, μες στο πέσιμό τους, πέρα
το ηχερό πλούτος του άφαντου καιρού όλο να κενώνουν·
μηδέ που ακούει, απ’ το άστατο δάσος, οι αυλοί να λιώνουν
τ’ αγέρι, που τρυπά ο σερτός αγερμός απ’ το κέρας.

Μες στους ηχούς του το εωθινόν ο ύπνος ξανά να παίρνει
άφες, ω η όλο πιότερο, και συ, όμοια η κληματίδα
που τα θαμμένα μάτια σου τα κρούει, κι ανεμοσέρνει!

Τόσο στο μάγουλό σου πλάι το ρόδο έχει απαυδήσει!
Το χάρμα τούτο της πτυχής ποιος μελετά να λύσει
μυστικά ενόσω γεύεται την πεσούμενη αχτίδα!


Μετάφραση: Τέλλος Άγρας.

ΑΣΚΗΣΗ







ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ


ΑΣΚΗΣΗ

Κουβέντες λέμε σοβαρές κάποτε
στον εαυτό μας οι γραφιάδες, όπως:
«να βρω τα λόγια μου…» Χαμένος κόπος
η ώρα τα φέρνει όλα Πιερότε

αλλά δεν γίνεται κι αλλιώς. Τα «λόγια»
ζυγώνεις, το «μου» και γίνονται δόλοι,
στρίβουν, σου παίρνουν και το πορτοφόλι
κι αφήνουν το «βρω» μονάχο στα υπόγεια.

Μάλλον αξιοθρήνητο, με άδεια
τα χέρια κάτω απ’ τη μικρή λάμπα
και να χαζεύει στο χαρτί σημάδια.

Ή πάλι, σε μια ερημιά να βόσκει
το σούρουπο, και λες κι είν’ όλα τζάμπα,
σφυράει καμώνοντας το Μαγιακόφσκι.



Τυχαίνει μια φορά και βρίσκει κάτι,
εκείν’ οι παλιοί έρμαιο το λέγαν
δοξάζοντας τον κλέφτη θεό τον μέγαν
(έχω και ρίμες, δεν είν’ όλ’ απάτη.)

Το πιάνει, τ’ αφήνει, το ξαναπαίρνει
και το βάζει στην τσέπη. Παρηγοριά
μικρή, ότι δεν έλειψ’ η μαστοριά
«τέτοια η ζωή,» απόφαση το παίρνει

και πάει το «βρω» στην ερημιά. Η μέρα
δεν χάθηκε αυτή. Όμως σε λίγο
το βγάζει πάλι και το πετάει πέρα,

στη θάλασσα, δυο τσέπες έχει μόνο
τρύπια η μια (υπονοώ πριν φύγω)
και πιάνει να σφυρίζει σ’ άλλον τόνο.

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

ΑΛΜΠΕΡ ΣΑΜΑΙΝ!




ALBERT SAMAIN


EXTASE

Mon coeur dans le silence a soudain tressailli,
Comme une onde que trouble une brise inquiète ;
Puis la paix des beaux soirs doucement s'est refaite,
Et c'est un calme ciel qu'à présent je reflète
En tendant vers tes yeux mon désir recueilli.

Comme ceux-là qu'on voit dans les anciens tableaux,
Mains jointes et nu-tête, à genoux sur la pierre,
Je voudrais t'adorer sans lever la paupière,
Et t'offrir mon amour ainsi qu'une prière
Qui monte vers le ciel entre les grands flambeaux.

Ta respiration n'est qu'un faible soupir.
Dans la solennité de ta pose immobile,
Seul, le rythme des mers gonfle ton sein tranquille,
Et sur ton lit d'amour, d'où la pudeur s'exile,
La beauté de ton corps fait songer à mourir...


Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

ΠΑΝΤΑ Σ' ΕΝΕΔΡΑ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


[ΠΑΝΤΑ Σ' ΕΝΕΔΡΑ]

Πάντα σ' ενέδρα
για το ράγισμα του νερού
για το ψάρι που πήδησε
για τα φώτα που άναψαν
νωρίς το απόγευμα
στον έρημο αγρό
στην πιο βαθιά διαφάνεια
ω δισύλλαβο χόρτο
ω άναρθρη ζωή



Από την ποιητική συλλογή "Χειροποίητα" (1977).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, "Ποιήματα, τ. ΙΓ΄", Κέδρος, Αθήνα 1999, σ. 193.

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

ΣΤΗ ΒΑΪΝ




ENRIQUE MOLINA


ΣΤΗ ΒΑΪΝ

(που την έχει απεικάσει ο Γκωγκέν)


Μαύρη Βαΐν,
της κόμης σου πέφτει ο πλόκαμος ο μελανός και κατεβαίνει
στα ζεστούτσικά σου στήθη με το παπαρουνίσιο του άρωμα,
με τον μίσχο του που τρέφει και χορταίνει λάμψεις φωσφορίζουσες,
και μελαγχολικά θωρεί πώς σε σκεπάζει ο ουρανός
με φύλλα αρχαία, που μόνη τους βασίλισσά τους είναι
μια πνοή της εποχής μες στην αγκάλη του ανέμου κοιμισμένη,
εκεί ακριβώς όπου είσαι κι εσύ τώρα, ασάλευτη σαν τον ουρανό,
κρατώντας ένα άνθος ανώνυμο κι έχοντάς το
μάρτυρα του παράφορου έαρος όπου και μέσα του πεθαίνεις.

Θα διαφυλάξει άραγε των χειλιών σου ο ίσκιος
του Γκωγκέν τον ασπασμό σάμπως νά ’ναι
της άλμης κάποια επίμονη σταγόνα
που διαφθείρει πρώτα ίσαμε τον μυχό της κόλασής σου
την αθωότητα – τον πείσμονα και τον τυφλό τού είναι σου ζήλο;...
θα σώσει μήπως την αθωότητα εκείνην που τώρα πια πλανιέται
στους σπινθήρες των κεκοιμημένων ανάμεσα, και πάει σβήνει
σάμπως πλάσμα μακρινό, σάμπως γέννημα του ωκεανού τυχαίο;...

Πού να μασάνε τώρα τον τάφο σου
τα θαλάσσια οξέα;
Ω Βαΐν, πού να υπάρχεις αλήθεια τώρα πιά
και νά ’σαι απλώς σαν πέτρα πάνω σε γαλάζιαν άμμο,
σαν ψάθινη στέγη που τροπικοί τη δέρνουνε άνεμοι,
σαν καρπός, σαν κροντήρι, σα μανιτάρι
που το κατοικούν τα πνεύματα όλα του πυρός
και τ’ ουρανού έρχονται και το τσιμπολογούν τα πετεινά,
αγνή εσύ, πάναγνη, μέσα στο ανθολόγιο του Χάροντα;

Όχι απλώς γιρλάντα πλεγμένη με χαμόγελα,
ούτε και αντικαθρέφτισμα κάτι μελωμένων φώτων,
μα κάποιον νόμο μανικό, μιαν επίθεση
ιριδίζουσα κάτω από το βάρος των ημερών
ήταν ό,τι αναζητούσε εκείνος πλάι σου, στο δέρμα σου,
στα ξύλινα και πατικωμένα πηγάδια σου,
ανάμεσα στα τρίψηλα δέντρα,
όποτε η μοναξιά, η εξέγερση
ξαμολιόντουσαν μέσα στην ψυχή του
ξεσηκώνοντας την παθητική των πραγμάτων φευγάλα.
Γιατί; Για τί αγωνιά ο άνθρωπος, αν όχι
για να ξεπεράσει μια συνήθεια μες στη σκόνη και στην πλήξη;

Τώρα, Βαΐν, με κοιτάς ολομόναχη,
μέσ’ από μιαν ομίχλη που την έχουν μαστιγώσει
πτήσεις και πτήσεις τόσων πουλιών νεκρών και αόρατων.
Και ακούς τη ζωή μου που σκορπίζεται στα πόδια σου
σαν το κύμα, σαν σύνορο σημαδεμένο με αφρούς
πολύ και εντελώς παράξενα μακριά και απόμερα
από τις πασίγνωστες εσένα μαγικές ακρογιαλιές σου.




Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.